Φαινόμενα άνισης φορολογικής μεταχείρισης
και αυξήσεων στις επιβαρύνσεις προκάλεσε το
άρθρο 43 του ν. 4916/2022 με το οποίο
αντικαταστάθηκε ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ από
άλλες πρόσθετες επιβαρύνσεις οι οποίες
προσαυξάνουν τον κύριο ΕΝΦΙΑ.
Φορολογούμενοι με
ακίνητη περιουσία
συνολικής αντικειμενικής
αξίας άνω των 300.000
ευρώ, οι οποίοι κατέχουν
είτε μικρά ποσοστά επί
ακινήτων συνολικής
αντικειμενικής αξίας άνω
των 400.000 ευρώ έκαστο,
είτε ολόκληρα ακίνητα
αντικειμενικής αξίας άνω
των 400.000 ευρώ έκαστο
έχουν κληθεί να
καταβάλουν ποσά Ενιαίου
Φόρου Ιδιοκτησίας
Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ)
πολλαπλάσια αυτών που
πλήρωσαν πέρυσι.
Αντιθέτως,
ιδιοκτήτες ακίνητης
περιουσίας συνολικής
αντικειμενικής αξίας άνω
των 300.000 ευρώ, οι
οποίοι κατέχουν ποσοστά
επί ακινήτων αξίας κάτω
των 400.000 ευρώ έκαστο
ή ολόκληρα ακίνητα αξίας
χαμηλότερης των 400.000
ευρώ έκαστο δεν
επιβαρύνονται τόσο
υπέρμετρα ή πληρώνουν
ακόμη και λιγότερο ΕΝΦΙΑ
σε σύγκριση με πέρυσι.
Υπάρχουν δε πάρα
πολλές περιπτώσεις
ιδιοκτητών με ίσης αξίας
ακίνητη περιουσία που
όμως δεν επιβαρύνονται
το ίδιο, καθώς όσοι εξ
αυτών έχουν έστω κι ένα
ακίνητο αξίας άνω των
400.000 ευρώ έστω και
κατά ποσοστό χαμηλότερο
του 100% πληρώνουν
περισσότερο φόρο από
όσους έχουν πολλά
ακίνητα που το καθένα
όμως έχει συνολική
αντικειμενική αξία
χαμηλότερη των 400.000
ευρώ.
Αυτά τα φαινόμενα
άνισης φορολογικής
μεταχείρισης και
αυξήσεων στις
φορολογικές επιβαρύνσεις
έγιναν αιτία ώστε
χιλιάδες
θιγόμενοι-αδικούμενοι
ιδιοκτήτες να υποβάλουν
ενδικοφανείς προσφυγές
στη Διεύθυνση Επίλυσης
Διαφορών της ΑΑΔΕ και
στη συνεχεία -κατόπιν
αναμενόμενων
απορριπτικών αποφάσεων
της υπηρεσίας αυτής- να
προσφύγουν στα
διοικητικά δικαστήρια,
υποστηρίζοντας ότι οι
διατάξεις που προκαλούν
αυτές τις ανισότητες και
τις αδικίες είναι
αντισυνταγματικές και
ζητώντας να ακυρωθούν τα
υπέρογκα ποσά ΕΝΦΙΑ με
τα οποία χρεώθηκαν στα
φετινά εκκαθαριστικά
τους.
Πρέπει να σημειωθεί,
επίσης, πως σημαντική
συμβολή στην αύξηση των
φορολογικών επιβαρύνσεων
των παραπάνω
φορολογουμένων είχαν και
οι αυξήσεις που
επιβλήθηκαν από την
1η-1-2022 στις
αντικειμενικές αξίες των
ακινήτων. Οι αυξημένες
αντικειμενικές αξίες
χρησιμοποιήθηκαν για τον
υπολογισμό του φετινού
ΕΝΦΙΑ και συνδυαζόμενες
με τις παραπάνω επαχθείς
διατάξεις εκτόξευσαν στα
ύψη τις φορολογικές
επιβαρύνσεις για τους
συγκεκριμένους
ιδιοκτήτες.
Παραδείγματα
Η «Ν» δημοσιεύει
σήμερα χαρακτηριστικά
παραδείγματα
φορολογουμένων στους
οποίους βεβαιώθηκε φέτος
αυξημένος ή πολλαπλάσιος
ΕΝΦΙΑ, όπως
καταγράφονται στις
προσφυγές που υπέβαλαν
στη ΔΕΔ, καθώς και σε
περιπτώσεις που είχε
επισημάνει η ΠΟΜΙΔΑ.
1 Τρεις
φορολογούμενοι-αδέλφια
κατέχουν έκαστος το
33,33% της ψιλής
κυριότητας ενός παλαιού
κτηρίου εκτάσεως 431,20
τετραγωνικών μέτρων, ενώ
ο 90χρονος πατέρας τους
κατέχει το 100% της
επικαρπίας του εν λόγω
κτηρίου. Το συγκεκριμένο
ακίνητο βρίσκεται στο
Ρίο των Πατρών. Τα έτη
2019-2021, η τιμή ζώνης
του συγκεκριμένου
ακινήτου ανερχόταν σε
560 ευρώ ανά τ.μ. και το
ετήσιο ποσό ΕΝΦΙΑ που
πλήρωνε κάθε ένας από
τους αδελφούς ανερχόταν
σε 226,07 ευρώ. Το 2022
η τιμή ζώνης του
ακινήτου εκτοξεύτηκε στα
1.250 ευρώ ανά τ.μ.,
σημειώνοντας αύξηση
123,2%. Το αποτέλεσμα
ήταν ο ΕΝΦΙΑ να
εκτιναχθεί στα 2.459,18
ευρώ για το εμπράγματο
δικαίωμα κάθε αδελφού,
δηλαδή να
υπερδεκαπλασιαστεί (να
αυξηθεί κατά 1.088%).
Όπως σημειώνει, εξάλλου,
ο φορολογούμενος: Το
2016 πλήρωσε για όλη την
ακίνητη περιουσία του
ΕΝΦΙΑ 992 ευρώ, το 2020
πλήρωσε 740 ευρώ, το
2021 πλήρωσε 758,88 ευρώ
και το 2022 του ήρθε να
πληρώσει συνολικά
4.061,75 ευρώ, δηλαδή
χρεώθηκε με φόρο
αυξημένο κατά 530%!
2 Φορολογούμενος
κατέχει ποσοστό
συνιδιοκτησίας 16,5% σε
οικόπεδο χωρίς κτίσμα
εντός σχεδίου στην
περιοχή Πάτημα Ι του
Δήμου Χαλανδρίου. Το
οικόπεδο έχει συνολική
επιφάνεια 2.000 τ.μ. και
στον φορολογούμενο
αναλογούν 330
τετραγωνικά μέτρα. Η
αξία του συνολικού
οικοπέδου ξεπερνάει τις
400.000 ευρώ. Η συνολική
αξία των ακινήτων του
ξεπερνάει τις 300.000
ευρώ και επομένως
τίθεται σε εφαρμογή η
Ενότητα Γ’, σύμφωνα με
την οποία επιβάλλεται
επιπλέον φόρος βάσει
κλίμακας με συντελεστές
από 0,2% έως 1%.
Καλείται λοιπόν να
πληρώσει φέτος 1.703,51
ευρώ κύριο ΕΝΦΙΑ για 330
τ.μ. χορτάρι, έναντι
320,76 ευρώ που είχε
πληρώσει το προηγούμενο
έτος για το ίδιο ακριβώς
ακίνητο! Δηλαδή,
παρουσιάστηκε αύξηση
κατά 521,43% επειδή είχε
την «ατυχία» -όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά-
να έχει στην κατοχή του
τμήμα οικοπέδου η
συνολική αξία του οποίου
υπερβαίνει τις 400.000
ευρώ και ταυτόχρονα
ακίνητα συνολικής αξίας
άνω των 300.000 ευρώ. Η
αξία του τμήματος του
οικοπέδου που του
αναλογεί είναι κατά πολύ
μικρότερη των 400.000
ευρώ.
Ακριβώς στην ίδια
περίπτωση εντάσσεται και
η αδερφή του που έχει
στην κατοχή της επίσης
ποσοστό συνιδιοκτησίας
16,5% στο ίδιο οικόπεδο,
χωρίς καμία μεταβολή
στην περιουσιακή της
κατάσταση.
Αξιοσημείωτα είναι
και τα παρακάτω που
επισημαίνει ο
συγκεκριμένος
φορολογούμενος: «Μελετώντας
την Ενότητα Γ' της
παραγράφου 4 του άρθρου
43 του ν.4916/2022
κατάλαβα ότι αν είχα
στην κατοχή μου όχι ένα,
αλλά πέντε οικόπεδα
επιφανείας 330 τ.μ. το
κάθε ένα και μάλιστα με
100% ποσοστό
συνιδιοκτησίας, δηλαδή
με συνολική επιφάνεια
πενταπλάσια από αυτή που
έχω στην κατοχή μου, ο
κύριος φόρος θα ήταν
1.633,50 ευρώ (λιγότερος
δηλαδή από αυτόν που
καλούμαι να πληρώσω με
ένα τμήμα οικοπέδου
επιφάνειας 330 τ.μ.)
ακόμη και μετά την
προσαύξηση της Ενότητας
Ε’ (5%-20% ανάλογα με το
πόσο υψηλότερη των
500.000 ευρώ είναι η
συνολική αντικειμενική
αξία της ακίνητης
περιουσίας)».
3 Φορολογούμενη
είναι ιδιοκτήτρια του
47,5% ενός οικοπέδου
επιφάνειας 1.041,5 τ.μ.
στο Χαλάνδρι επί της
οδού Ηρακλείτου και 28ης
Οκτωβρίου. Για το
συγκεκριμένο εμπράγματο
δικαίωμα, την περίοδο
2019-2021, η τιμή ζώνης
ανερχόταν σε 1.300 ευρώ
ανά τ.μ. και το ετήσιο
ποσό του ΕΝΦΙΑ έφθανε τα
618,39 ευρώ. Το 2022 η
τιμή ζώνης αυξήθηκε στα
2.000 ευρώ ανά τ.μ. και
το ετήσιο ποσό του ΕΝΦΙΑ,
για το συγκεκριμένο
εμπράγματο δικαίωμα,
εκτινάχθηκε στα 2.708,77
ευρώ, δηλαδή αυξήθηκε
κατά 338%.
Η φορολογούμενη
σημειώνει επίσης ότι ο
συνολικός κύριος ΕΝΦΙΑ
που καλείται να πληρώσει
φέτος είναι αυξημένος
κατά 526,74%, λόγω του
ανωτέρω ακινήτου και ότι
«ο συγκεκριμένος φόρος
είναι εξαιρετικά δύσκολο
να πληρωθεί δεδομένου
ότι αφορά οικόπεδο από
το οποίο δεν προκύπτει
οποιοδήποτε έσοδο».