|
Η
δημιουργία της
Euronext
τάραξε τα νερά σε Ευρώπη
και Αμερική και τα
επόμενα χρόνια το τοπίο
της διαχείρισης των
χρηματιστηρίων και από
τις δύο πλευρές του
Ατλαντικού διαμορφώθηκε
μέσα από νέες και
μεγάλες συγχωνεύσεις και
διασπάσεις.
Το 2007,
η
Euronext
συγχωνεύθηκε με το
Χρηματιστήριο της Νέας
Υόρκης (NYSE),
δημιουργώντας τη
μεγαλύτερη και πιο
ρευστή αγορά στον κόσμο,
τη
Euronext
NYSE.
Πέντε
χρόνια μετά, μία σχετικά
νέα αμερικανική
εταιρεία, η
Intercontinental
Stock
Exchange
(ICE)
που είχε ιδρυθεί το 2000
και διαχειριζόταν κυρίως
χρηματιστήρια
εμπορευμάτων, έκανε
πρόταση εξαγοράς της
Euronext
NYSE
έναντι του ποσού των 8
δισ. δολαρίων.
Η
εξαγορά πήρε το πράσινο
φως από τις ρυθμιστικές
Αρχές και υλοποιήθηκε το
2013, αλλά η
ICE
δεσμεύτηκε να πουλήσει
την
Euronext,
η οποία περιλάμβανε
πλέον και το
Χρηματιστήριο της
Λισαβόνας. Πράγματι, η
Euronext
έγινε ξανά αυτόνομη το
2014 και στη συνέχεια
μεγεθύνθηκε περαιτέρω,
με τη συγχώνευση των
χρηματιστηρίων της
Ιρλανδίας, της Νορβηγίας
και το 2020 της Ιταλίας.
Παρά την
επέκταση της
Euronext,
η ευρωπαϊκή
χρηματιστηριακή αγορά
παραμένει
κατακερματισμένη, με δύο
μεγάλα χρηματιστήρια της
περιοχής - της Βρετανίας
(LSE)
και της Γερμανίας (Deutsche
Boerse)
- και άλλα μικρότερα να
ακολουθούν τη δική τους
αυτόνομη πορεία.
Η
Deutsche
Boerse
επιχείρησε το 2011 να
εξαγοράσει τη
NYSE
Euronext
έναντι 9,5 δισ. δολαρίων
για να δημιουργήσει τον
μεγαλύτερο
χρηματιστηριακό
διαχειριστή με μία
κεφαλαιοποίηση περίπου
15 τρισ., δολαρίων.
Ωστόσο, η προσπάθειά της
απέτυχε λόγω της
ανησυχίας στην ΕΕ ότι θα
δημιουργείτο ένα
de
facto
μονοπώλιο. Τον
Φεβρουάριο του 2012, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
μπλόκαρε τη συγχώνευση,
δηλώνοντας ότι η νέα
εταιρεία που θα
δημιουργείτο θα έλεγχε
το 90% των συναλλαγών σε
ευρωπαϊκά παράγωγα.
Το
LSE
παρέμεινε κορυφαίο σε
κεφαλαιοποίηση ευρωπαϊκό
χρηματιστήριο και μετά
το
Brexit,
ενώ το 2020 πούλησε στην
Euronext
το ιταλικό
χρηματιστήριο, το οποίο
είχε αγοράσει το 2007.
Η τάση
συγχώνευσης των
χρηματιστηρίων συνδέεται
πλέον και με το σχέδιο
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
για την Ένωση των
Κεφαλαιαγορών (Capital
Maerkets
Union,
CMU),
δηλαδή μίας ενιαίας
κεφαλαιαγοράς, με στόχο
οι επενδύσεις και
αποταμιεύσεις να
διαχέονται εύκολα σε όλη
την ΕΕ, ωφελώντας
καταναλωτές, επενδυτές
και εταιρείες.
Ειδικότερα, η
CMU
θεωρείται ότι θα:
-
Παρέχει στις
επιχειρήσεις, και
ειδικότερα τις
μικρομεσαίες,
μεγαλύτερες
χρηματοδοτικές επιλογές
με χαμηλότερο κόστος
-
Προσφέρει νέες ευκαιρίες
σε αποταμιευτές και
επενδυτές
-
Στηρίξει την οικονομική
ανάκαμψη και θα
δημιουργήσει νέες θέσεις
εργασίας
-
Ενισχύσει την
ανταγωνιστικότητα και
αυτονομία της ΕΕ.
Στο
πλαίσιο αυτής επιδίωξης,
η
Euronext
και άλλα 13
χρηματιστήρια συμφώνησαν
το 2023 στην
EuroCTP
(European
Consolidatea
Tape
Provider).
Το
CTP
είναι ουσιαστικά ένα
portal
ή κόμβος, μέσα από τον
οποίο οι επενδυτές θα
μπορούν να έχουν
πρόσβαση στις εξελίξεις
σε όλα τα ευρωπαϊκά
χρηματιστήρια σε
πραγματικό χρόνο.
Ουσιαστικά, το
CTP
θα ενοποιεί τα δεδομένα
από όλες τις αγορές για
να δίνει μία
ολοκληρωμένη εικόνα
στους επενδυτές.
Η
Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών
Αξιών (ESMA)
προκήρυξε τον Ιούνιο τον
διαγωνισμό για τον
διαχειριστή του
CTP
για τις μετοχές, ενώ την
Πέμπτη 3 Ιουλίου επέλεξε
την εταιρεία
Ediphy
ως διαχειριστή του
ETP
για τα ομόλογα.
|