|
Πιο
απλά, κατά τον Ιούνιο, ο
μέσος ημερήσιος όγκος
κυμαινόταν κοντά στα 33
εκατ. τεμάχια, ενώ μετά
την 1η Ιουλίου, αυτός
ξεπερνά σταθερά τα 45
εκατ. τεμάχια, με
αρκετές συνεδριάσεις άνω
των 50 εκατ. τεμαχίων
και κορυφώσεις πάνω από
τα 80 εκατ. τεμάχια.
Το ράλι
και η… συνέχεια του ράλι
Κι ενώ
πολλοί συμμετέχοντες,
ειδικά ελληνικά
χαρτοφυλάκια έβλεπαν ως
την κορυφή του έτους τη
ζώνη των 1.800 – 1.900
μονάδων, η οποία αποκτά
ιδιαίτερη σημασία αν
αναλογιστεί κανείς τη
βουτιά στις 1.455
μονάδες στις 7 Απριλίου,
η αγορά έκανε τη μεγάλη
διάψευση. Διαπέρασε με
φόρα το ψυχολογικό
ορόσημο των 2.000
μονάδων, δημιουργώντας
μάλιστα τις επόμενες
ημέρες και ένα καλό
«μαξιλάρι» ασφαλείας
αρκετών μονάδων, ώστε να
μην αμφισβητηθεί η
δυναμική της.
Κατά τις
πληροφορίες της στήλης,
αρκετές δυνάμεις της
αγοράς, ειδικά ξένοι
κωδικοί, απελευθερώθηκαν
από την ανακοίνωση της
πρόθεσης εξαγοράς της
ΕΧΑΕ από την Euronext,
με εκτιμώμενο τίμημα άνω
των 410 εκατ. ευρώ.
Ελήφθη δηλαδή ως ένδειξη
εμπιστοσύνης για τη
μελλοντική πορεία της
ελληνικής κεφαλαιαγοράς,
ενώ ενίσχυσε την
προσδοκία για περαιτέρω
ενσωμάτωση της Αθήνας σε
ένα ευρύτερο
πανευρωπαϊκό πλαίσιο
διαπραγμάτευσης, με
πιθανές θετικές
συνέπειες για τη
ρευστότητα, τη διεθνή
προβολή και την
επενδυτική ελκυστικότητα
της ελληνικής αγοράς.
Κι αυτό
συνδυάστηκε με τα όσα
ανέφερε ο οίκος MSCI
στην τελευταία
ανακοίνωση περί
κατατάξεων των αγορών
τον Ιούνιο. Ο οίκος
ανακοίνωσε ότι έθεσε σε
δημόσια διαβούλευση το
ενδεχόμενο να
αναβαθμίσει την ελληνική
αγορά σε ανεπτυγμένη.
Και αυτό διότι αν και το
ΧΑ να πληροί τα κριτήρια
οικονομικής ανάπτυξης
που απαιτούνται για τις
Αναπτυγμένες Αγορές,
ωστόσο, μετά τις
πρόσφατες τροποποιήσεις
που εφαρμόστηκαν στις
Απαιτήσεις Μεγέθους και
Ρευστότητας του Πλαισίου
Κατάταξης του MSCI,
εισήχθη ένας νέος
κανόνας διατηρησιμότητας
(persistency rule).
Ο
κανόνας αυτός απαιτεί
τουλάχιστον πέντε
εταιρείες να πληρούν
διαρκώς τα κριτήρια
ένταξης στους Δείκτες
Προτύπου Αναπτυγμένων
Αγορών, προκειμένου να
εξεταστεί ενδεχόμενη
αναβάθμιση. Η Ελλάδα δεν
πληρούσε τις νέες αυτές
απαιτήσεις
διατηρησιμότητας τη
χρονική στιγμή της
Ανασκόπησης Κατάταξης
Αγοράς του MSCI για το
2025.
Παρόλα
αυτά, ο οίκος
διευκρίνισε ότι
αντιμετωπίζει τις
ευρωπαϊκές χώρες που
έχουν καταταχθεί ως
Αναπτυγμένες Αγορές ως
ενιαία οντότητα, τόσο
για τη δημιουργία όσο
και για τη συντήρηση των
δεικτών. Αυτή η
προσέγγιση
αντικατοπτρίζει τον
υψηλό βαθμό ενοποίησης
που παρατηρείται στις
ευρωπαϊκές
χρηματιστηριακές αγορές
– όπως η εναρμονισμένη
χρηματιστηριακή υποδομή,
η κανονιστική σύγκλιση
και η διασυνοριακή
προσβασιμότητα.
Με βάση
λοιπόν αυτά, ήρθε και
«κούμπωσε» η πρόταση
της Euronext στην ΕΧΑΕ
και η προοπτική να
ενταχθεί το ελληνικό
χρηματιστήριο στο δίκτυο
της. Και παρά τα υψηλά
κέρδη του δείκτη MSCI
Greece από την αρχή του
έτους, οι αποτιμήσεις
παραμένουν ελκυστικές:
P/E στις 8,6 φορές και
P/B στις 1,2, έναντι P/E
άνω των 21 και P/B κοντά
στο 4,4 για τον S&P 500.
Η Ευρώπη
κερδίζει έδαφος
Η
συγκυρία των παραπάνω
εξελίξεων φαίνεται ότι
είναι ευνοϊκή για την
αγορά, δεδομένου ότι από
την ανάληψη του Λευκού
Οίκου από τον Ντόναλντ
Τραμπ έχει παρατηρηθεί
αύξηση των ροών μεγάλων
κεφαλαίων προς την
Ευρώπη. Ουδείς άλλωστε
παραβλέπει και το μεγάλο
ράλι στο γερμανικό
χρηματιστήριο, με
αρκετές έρευνες να
δείχνουν συγκρατημένη
στάση από πλευράς
θεσμικών επενδυτών
απέναντι στις ΗΠΑ, οι
οποίες φαίνεται να
χάνουν μερίδιο από τις
παγκόσμιες ροές
κεφαλαίων υπέρ της
Ευρώπης.
Ουσιαστικά, τα δημόσια
συνταξιοδοτικά ταμεία
(Public Pension Funds)
και τα κρατικά
διαχειριζόμενα
επενδυτικά κεφάλαια
(Sovereign Wealth
Funds), βρίσκονται σε
ένα μεταβατικό στάδιο,
παρά τη διαχρονική τους
προτίμηση σε τίτλους
σταθερού εισοδήματος.
Σύμφωνα με στοιχεία των
Schroders και της
Natixis, τα private
assets αντιστοιχούν
σήμερα σε περίπου 17%
των συνολικών
χαρτοφυλακίων, ενώ στα
δημόσια ταμεία το
ποσοστό αυτό αγγίζει το
22%.
Η τάση
αυτή αναμένεται να
επιταχυνθεί, καθώς το
94% των pension funds
παγκοσμίως δηλώνει ότι
είτε έχει ήδη
τοποθετηθεί είτε
σκοπεύει να επενδύσει
στις ιδιωτικές αγορές
εντός των επόμενων δύο
ετών. Η κύρια έμφαση
δίνεται στα private debt
(51%), private equity
(49%), το infrastructure
debt (41%), αλλά και σε
“πράσινες” υποδομές
(38%).
Οι
τάσεις για το 2025
δείχνουν ότι το 34% των
SWFs σκοπεύει να αυξήσει
τις επενδύσεις σε
υποδομές, το 24% σε
ομόλογα και σταθερό
εισόδημα, ενώ σημαντική
έμφαση δίνεται στο
private credit, που
αντιμετωπίζεται πλέον ως
βασικό, και όχι
περιφερειακό, στοιχείο
κατανομής.
Σύμφωνα
με τις Invesco και BCG,
παρατηρείται αυξητική
τάση στις τοποθετήσεις
σε μετοχές και υποδομές,
με ταυτόχρονη αλλαγή
στάσης απέναντι στο real
estate και το
παραδοσιακό fixed
income, το οποίο πλέον
θεωρείται
υποεπενδεδυμένο σε σχέση
με τις νέες ανάγκες
χαρτοφυλακίου.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|