|
Αλλο ένα
στοιχείο που σχολίασε ο
Βασίλης Πάτρας,
διευθυντής Ανάπτυξης της
Landea,
είναι ότι το 2024
αυξήθηκαν οι
ενδιαφερόμενοι που
προτίμησαν να υποβάλουν
προσφορά από τον πρώτο
πλειστηριασμό, αντί να
ρισκάρουν, περιμένοντας
να κηρυχθεί άγονος και
να επαναπροκηρυχθεί με
χαμηλότερη τιμή
εκκίνησης. «Αυτό συνέβη
επειδή ακριβώς έχει
αυξηθεί ο αριθμός των
συμμετοχών, με
αποτέλεσμα όλο και
περισσότεροι
πλειστηριασμοί να
καθίστανται γόνιμοι»,
σημείωσε ο κ. Πάτρας.
Εν τω
μεταξύ, σύμφωνα με τα
στοιχεία της
Landea,
«πλούσιο» θα είναι και
το επερχόμενο πρόγραμμα
πλειστηριασμών ακινήτων,
καθώς για τους επόμενους
επτά μήνες έχουν
αναρτηθεί πλειστηριασμοί
για σχεδόν 20.000
επιπλέον ακίνητα
(19.985), εκτιμηθείσας
αξίας 2,35 δισ. ευρώ.
Η έρευνα
της
Landea
επιχείρησε και μια
αποτίμηση των
σημαντικότερων λόγων που
αποτρέπουν αρκετούς
ενδιαφερομένους από τη
συμμετοχή τους στη
διαδικασία αγοράς
ακινήτου μέσω
πλειστηριασμού. Κυρίαρχο
εμπόδιο είναι το γεγονός
ότι δεν υπάρχει πρόσβαση
στην εικόνα του
εσωτερικού κάθε
ακινήτου, ενώ ακολουθούν
κατά σειρά η ανησυχία
για πιθανές νομικές ή
διαδικαστικές εμπλοκές
(π.χ. ανακοπές), η
αδυναμία εύρεσης
ακινήτου σε προσιτές
τιμές και η
πολυπλοκότητα της
διαδικασίας. Αντιθέτως,
μόλις στην πέμπτη θέση
εμφανίζονται ηθικοί
λόγοι, κάτι που δεν
άφησε ασχολίαστο ο κ.
Πάτρας.
«Πριν
από λίγα χρόνια οι
ηθικοί λόγοι θα ήταν
στην κορυφή της λίστας.
Η υποχώρησή τους δείχνει
ότι όλο και περισσότεροι
ενδιαφερόμενοι έχουν
πλέον ξεπεράσει το
ζήτημα αυτό». Ωστόσο,
όπως τόνισε, θα πρέπει
να ξεπεράσουν και το
θέμα της αδυναμίας να
έχουν εικόνα του
εσωτερικού του ακινήτου,
καθώς δεν πρόκειται να
αλλάξει αυτό.
Συζητώντας τη στεγαστική
κρίση, που πιθανώς να
εξηγεί και την αυξητική
τάση της στροφής και
προς τους
πλειστηριασμούς, ώστε να
εντοπιστούν τυχόν
αγοραστικές ευκαιρίες,
το πάνελ
«Χρηματοδοτώντας το
μέλλον της αγοράς
κατοικίας» που
ακολούθησε, υπό τον
συντονισμό της κ. Δίκας
Αγαπητίδου, επικεφαλής
της εταιρείας
Jllαθηναϊκή
Οικονομική, ανέδειξε τα
βασικά σκέλη του
ζητήματος. «Από το 2020
μέχρι σήμερα η μέση τιμή
πώλησης μιας κατοικίας
έχει αυξηθεί κατά 50%,
από τις 200.000 στις
300.000 ευρώ, τη στιγμή
που ο μέσος μηνιαίος
μισθός δεν έχει
ακολουθήσει τον ίδιο
ρυθμό, με την αύξηση να
μην ξεπερνάει το 30% –
από 1.000 σε 1.300 ευρώ.
Ετσι απαιτούνται πλέον
εισοδήματα 19 ετών για
την αγορά κατοικίας,
έναντι 16 ετών που
χρειάζονταν το 2020»,
τόνισε ο Γιάννης Ξυλάς,
ιδρυτής και διευθύνων
σύμβουλος της εταιρείας
πιστοποιημένων εκτιμητών
Geoaxis
Property
&
Valuation
Services.
Σύμφωνα
με τον Σταύρο Τόλια,
διευθύνοντα σύμβουλο της
Zoia,
το κύριο πρόβλημα είναι
το έλλειμμα προσφοράς.
Εκτός από τα ακίνητα των
τραπεζών, υπάρχουν πολλά
κτίρια, π.χ. γραφεία,
βιομηχανικά ακίνητα
κ.λπ., που είναι κενά
και μπορούν να
αξιοποιηθούν με αλλαγή
χρήσης, εφόσον δοθούν
και τα αντίστοιχα
κίνητρα που θα
επιταχύνουν την όλη
διαδικασία. Εμείς έχουμε
ήδη προσθέσει στην αγορά
800-900 διαμερίσματα τα
οποία προέρχονται από
αλλαγή χρήσης που
πραγματοποιήσαμε στα
κτίρια που αποκτήσαμε».
Πάντως,
σύμφωνα με τον
Κωνσταντίνο Πεχλιβανίδη,
επικεφαλής επενδύσεων
της
Premia
Properties,
«δεν είναι εύκολο να
ανοίξουν τα παλιά
διαμερίσματα, καθώς δεν
είναι μόνο οικονομικοί
οι λόγοι που τα κρατούν
κλειστά. Η αύξηση της
προσφοράς είναι
μακροχρόνια σαν
διαδικασία. Ωστόσο, το
επίδομα ενοικίου είναι
ένα καλό παυσίπονο,
καθώς επιστρέφεται η
καλή απόδοση της
οικονομίας και των
εσόδων του κράτους, με
τη μορφή μερίσματος προς
τους ενοικιαστές».
|