|
Εξαιτίας
όλων αυτών, μου διέφυγε
κάπως το μάθημα της ζωής
ότι για να μπορείς να μη
σκέφτεσαι τα χρήματα
πρέπει να έχεις αρκετά.
Μερικές φορές ανησυχώ
μήπως περάσω στα παιδιά
μου αυτή την απίστευτα
προβληματική στάση.
Ανησυχώ ότι είναι
διάχυτη στο σπίτι
μας. Οταν βλέπω ένα
οποιοδήποτε λογιστικό
φύλλο, το μυαλό μου
θολώνει. Οι αριθμοί
χορεύουν πάνω στη σελίδα
και μοιάζουν να μη
συνεργάζονται μαζί μου.
Υπάρχει ένα βαθύ,
εντελώς παράλογο,
ντροπιαστικό κομμάτι
μέσα μου που το αποδίδει
αυτό στο γεγονός ότι μου
έμαθαν να
σκέφτομαι: «Πού είναι ο
άνδρας που θα μου τα
εξηγήσει όλα αυτά;».
Αυτό ήταν μία ακόμα
αντίληψη της μητέρας μου
– ότι υπάρχουν κάποια
πράγματα στη ζωή για τα
οποία πρέπει να
φροντίζουν οι άνδρες.
Δεν ξέρω γιατί δεν
κατόρθωσα να το ξεπεράσω
αυτό παρ’ όλη την
ενασχόλησή μου με τις
πολιτικές φύλου, αλλά
είναι δυσκολότερο απ’
όσο φαίνεται να
αποδιώξει κανείς από τη
σκέψη του υποσυνείδητα
μηνύματα από την παιδική
του ηλικία.
Οταν
χώριζα, συνειδητοποίησα
ότι το όνειρό μου να
περνάω τον καιρό μου
γράφοντας βιβλία δεν θα
εξασφάλιζε τα προς το
ζην για εμένα και τη
δυόμισι ετών κόρη μου.
Δεν είχα δική μου
ασφαλιστική κάλυψη –
ήμουν ασφαλισμένη μέσω
της δουλειάς του συζύγου
μου. Δεν είχα
αποταμιεύσεις. Δεν είχα
σκεφτεί ποτέ να κάνω μια
δουλειά που θα μου
προσέφερε μεγαλύτερη
οικονομική ασφάλεια.
Περπατώντας μια μέρα με
μια φίλη μου, με τις
κόρες μας να τρώνε μάφιν
στα καροτσάκια τους, μου
ανέφερε ότι η μητέρα της
την είχε συμβουλέψει να
είναι πάντα οικονομικά
ανεξάρτητη ώστε να μη
βασίζεται σε κανέναν
άνδρα. Θυμάμαι ότι
σκέφτηκα «Μακάρι να μου
το είχε πει κι εμένα
αυτό η δικιά μου». Η
μητέρα μου, παρόλο που
ήταν ένθερμη
φεμινίστρια, ήταν
περισσότερο της άποψης:
σιγουρέψου ότι θα
υπάρχει πάντα ένας
άνδρας δίπλα σου.
Το
«θαύμα του μισθού»
Τελικά
κατάφερα να πιάσω μια
δουλειά και να βιώσω το
θαύμα ενός μισθού που
έμπαινε στον λογαριασμό
μου κάθε μήνα, αλλά και
πάλι δυσκολευόμουν να
συντηρήσω την κόρη μου
και τον γιο μου, που
ήταν ακόμη μωρό, ζώντας
σε μια ακριβή πόλη.
Μερικές φορές, στις πιο
δύσκολες φάσεις της ζωής
μου ως μονογονέας, απλώς
άφηνα τους λογαριασμούς
σε μια στοίβα, λες και
αν δεν τους έβλεπα δεν
υπήρχαν. Εχω ζωηρή
φαντασία και σχεδόν
μπορούσα να εξαφανίσω
μαγικά με τη σκέψη μου
έναν ληγμένο λογαριασμό.
Η Τόρι
Ντούνλαπ, συγγραφέας του
βιβλίου «Φεμινίστρια της
οικονομίας» («Financial
Feminist»), το ονομάζει
αυτό «μέθοδο της
στρουθοκαμήλου». (Μια
μέρα, καθώς
αναλογιζόμουν ένα
εντελώς εξωφρενικό
οικονομικό λάθος που
είχα μόλις κάνει, ο
αλγόριθμος του Instagram
με βοήθησε εμφανίζοντάς
μου την Ντούνλαπ.)
Αυτή η
περίοδος του
στρουθοκαμηλισμού ήταν
μια σκοτεινή εποχή για
τις καταθέσεις μου,
καθώς μειώθηκαν
ανησυχητικά φέρνοντάς με
στα όρια της
αναξιοπρέπειας.
Χρειάστηκαν περίπου δύο
χρόνια συντονισμένων
προσπαθειών και
πληκτικής πειθαρχίας για
να ξαναβρώ τη φόρμα μου.
Το πάθημα μου έγινε
μάθημα να μην απωθώ τις
οικονομικές υποχρεώσεις
μου.
Εκείνη
την εποχή έμαθα ότι
πολλοί από τους άνδρες
συναδέλφους μου στο
πανεπιστήμιο έβγαζαν
πολύ περισσότερα από
εμένα. Δεν είχαν
περισσότερα προσόντα από
εμένα. Είχαν κάνει όμως
κάτι που εγώ δεν είχα
ποτέ μου διανοηθεί να
κάνω: Είχαν ζητήσει
περισσότερα χρήματα. Η
μητέρα μου, όπως
χαρακτηριστικά το είχε
θέσει κάποτε, θα
προτιμούσε να της κοπεί
η γλώσσα, παρά να
ζητήσει παραπάνω χρήματα
για ένα κείμενό της.
Ρώτησα
την Ντούνλαπ πώς μπορούν
να απαλλαγούν οι
γυναίκες από αυτή την
αποστροφή που είναι τόσο
βαθιά ριζωμένη μέσα
τους, και με την οποία
παλεύω κι εγώ, ακόμη.
Μου επισήμανε ότι οι
γυναίκες δυσκολεύονται
να ζητήσουν περισσότερα
γιατί είναι κοινωνικά
προγραμματισμένες να
είναι ανιδιοτελείς. «Το
να ζητάς παραπάνω
χρήματα ακούγεται
εγωιστικό. Νιώθεις ότι
γίνεσαι άπληστη». Κατά
τη γνώμη της, η λύση
είναι «να αρχίσεις να
αποδέχεσαι αυτό το άβολο
αίσθημα».
Αυτόν
τον καιρό, συχνά πιέζω
τον εαυτό μου να ζητάει
περισσότερα χρήματα και
μου τα δίνουν σχεδόν
πάντα. Εχω εκπαιδεύσει
τον εαυτό μου να το κάνω
αυτό, παρόλο που
εξακολουθεί να μου
φαίνεται το πιο αμήχανο
πράγμα στον κόσμο και
συγκρούεται με κάθε
κύτταρο της ύπαρξής μου.
Σταμάτησα να παριστάνω
ότι γράφω μόνο για την
αγνή χαρά της συγγραφής.
Πλέον
είμαι καλύτερη σε
πράγματα όπως τα
συνταξιοδοτικά
προγράμματα και οι
αποταμιευτικοί
λογαριασμοί για το
κολέγιο, αλλά πέρασα
πολλά χρόνια γεμάτα
οικονομικά άγχη και
αναποδιές. Φαντάζομαι
μια άλλη ζωή όπου ήμουν
πιο οργανωμένη, ήμουν
εξοικειωμένη με τις
βασικές οικονομικές
έννοιες, όπου η εικόνα
ενός εκκαθαριστικού της
εφορίας ή ενός
αναλυτικού λογαριασμού
προγράμματος
συνταξιοδότησης δεν μου
έφερνε πανικό.
Η ζωή
της κόρης μου
Και τότε
θυμάμαι ότι, κατά
κάποιον τρόπο, την έχω
αυτή την άλλη ζωή: τη
ζωή της κόρης μου. Εχει
τη δυνατότητα να γίνει
διαφορετική από μένα,
πιο ικανή, να μην
αποφεύγει τις
υποχρεώσεις της, να
διεκδικεί. Πρέπει να
καθίσω να κάνω μαζί της
τη συζήτηση «Μη γίνεις
σαν εμένα», όπως και με
τον γιο μου. Οπως το
έχει διατυπώσει πολύ
γενναιόδωρα η Ντούνλαπ,
δεν υπάρχει «δεν είμαι
καλός με τα χρήματα».
Απλώς πρέπει να μάθεις
να τα διαχειρίζεσαι όπως
μαθαίνεις μια γλώσσα.
Και αυτό γεννά μια
αχτίδα ελπίδας και για
μένα και για τα παιδιά
μου, αφού η γλώσσα, σε
αντίθεση με τα
μαθηματικά, είναι κάτι
στο οποίο τα καταφέρνω.
Πηγή:
The Wall Street Journal
|