|
Η καταναλωτική
δαπάνη στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκεντρώνεται όλο και
περισσότερο στα χέρια των υψηλότερων εισοδηματικών
στρωμάτων. Σύμφωνα με στοιχεία της Moody’s
Analytics που επεξεργάστηκαν δεδομένα της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας, το ανώτερο 10% των
νοικοκυριών σε επίπεδο εισοδήματος ευθύνεται πλέον για το
49,2% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης,
ποσοστό που καταγράφηκε στο β’ τρίμηνο του 2025,
έναντι 48,5% στο α’ τρίμηνο.
Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από
το 1989, όταν ξεκινούν τα διαθέσιμα στοιχεία.
Το διάγραμμα
αποτυπώνει καθαρά την πορεία των τελευταίων δεκαετιών: ενώ
στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το μερίδιο κατανάλωσης του
πλουσιότερου 10% βρισκόταν κοντά στο 33%,
η σταδιακή άνοδος της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου
στις ΗΠΑ οδήγησε σε συνεχή αύξηση της εξάρτησης της
οικονομίας από τις δαπάνες της κορυφής.
Η τάση αυτή
εντάθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008
και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της πανδημίας,
όταν οι υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες απέκτησαν μεγαλύτερη
αποταμίευση και αγοραστική δύναμη σε σχέση με τα χαμηλότερα
στρώματα, που επλήγησαν δυσανάλογα.
Σύμφωνα με τον
Mark Zandi της Moody’s Analytics, το
γεγονός ότι σχεδόν ο μισός όγκος της αμερικανικής
κατανάλωσης εξαρτάται από μία σχετικά μικρή εισοδηματική
ομάδα υπογραμμίζει τον κίνδυνο για την ευρύτερη οικονομία.
Σε περίπτωση που οι δαπάνες αυτής της ομάδας επιβραδυνθούν,
η συνολική κατανάλωση –που αντιπροσωπεύει περίπου το 70% του
ΑΕΠ των ΗΠΑ– μπορεί να δεχθεί ισχυρό πλήγμα.
Η συνεχής άνοδος
του μεριδίου του πλουσιότερου 10% αναδεικνύει τη διαρθρωτική
πρόκληση της διεύρυνσης των ανισοτήτων, με επιπτώσεις όχι
μόνο στην κοινωνική συνοχή αλλά και στη μακροοικονομική
σταθερότητα.
|