|
Ούτε είναι
δεδομένο ότι μπορεί στο τέλος να εξασφαλίσει την
εξάλειψη των «αδικιών» σε βάρος των ΗΠΑ που
υποτίθεται ότι επιδιώκει να διορθώσει. Και αυτό
κυρίως γιατί εάν το εμπόριο των ΗΠΑ με άλλες
χώρες ήταν άνισο και οδηγούσε σε σημαντικά
εμπορικά ελλείμματα, αυτό είχε λιγότερο να κάνει
με τους δασμούς που υποτίθεται ότι «τιμωρούσαν»
τους αμερικανούς παραγωγούς και πολύ περισσότερο
με την ίδια την εξέλιξη της αμερικανικής
οικονομίας, τη μετεγκατάσταση βιομηχανικών
δραστηριοτήτων, την άνοδο των υπηρεσιών ως
οικονομικής δραστηριότητας, την αδυναμία να
ανταγωνιστούν άλλες χώρες που μπορούσαν να
παράγουν με χαμηλότερο κόστος.
Ούτε
βεβαίως μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι χώρες
που στήριξαν την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή
και εξαγωγική δραστηριότητά τους το έκαναν σε
μικρότερο βαθμό με την καταφυγή σε υψηλούς
βαθμούς και πολύ περισσότερο με την εφαρμογή
μιας ενεργητικής βιομηχανικής πολιτικής με την
υποστήριξη του κράτους.
Μόνο που
αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξιδανικευτεί ο
τρόπος που απελευθερώθηκε το παγκόσμιο εμπόριο
τις περασμένες δεκαετίες στο πλαίσιο της
συνολικότερης τάσης που αποκλήθηκε, ίσως και με
κάποια ανακρίβεια, παγκοσμιοποίηση.
Δεν πρέπει
να παραβλέψουμε ότι η απελευθέρωση των διεθνών
συναλλαγών συνοδεύτηκε από τη διατήρηση και
ένταση κοινωνικών ανισοτήτων σε αρκετές χώρες,
αποδιάρθρωσε τοπικούς παραγωγικούς κλάδους μέσω
φτηνών εισαγωγών, αποτέλεσε βασική δικαιολογία
για την υπονόμευση μορφών κοινωνικής προστασίας,
ενώ έσπρωξε χώρες του Παγκόσμιου Νότου σε μια
περιβαλλοντικά επιβαρυντική υπερεκμετάλλευση
φυσικών πόρων.
Η έκθεση
των οικονομιών (άρα και της εσωτερικής
παραγωγικής βάσης) στον διεθνή ανταγωνισμό, που
είναι αυτό που κατεξοχήν συνεπάγεται το
«ελεύθερο εμπόριο», αποτέλεσε βασικό μοχλό για
την εμπέδωση σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών,
ιδίως από τη στιγμή που η μείωση του εργατικού
κόστους θεωρήθηκε το βασικό «συγκριτικό
πλεονέκτημα.
Δεν είναι
τυχαίο ότι στο πιο προωθημένο παράδειγμα
διαμόρφωσης μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου, την
Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρήθηκε αυτονόητο ότι δεν
μπορούσε να υπάρξει σύγκλιση ως προς τα
εισοδήματα των εργαζομένων και αντιμετωπίστηκε
πάντα με περισσό χλευασμό η υπενθύμιση ότι
ενιαία αγορά, ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο, και
ενιαίο νόμισμα δεν μπορούν παρά να σημαίνουν και
ενιαίο βασικό μισθό.
Πράγμα που
σημαίνει ότι η όποια εύλογη αμφισβήτηση της
«μαγικής δύναμης» των δασμών, ή επίσης εύλογη
υπενθύμιση ότι είναι οι καταναλωτές που θα
κληθούν να πληρώσουν το αυξημένο κόστος
εισαγόμενων προϊόντων που δεν θα μπορούσαν να
παραχθούν εγχώρια, δεν μπορεί να οδηγήσει στην
υποτίμηση της ανάγκης να συζητήσουμε για το τι
θα σήμαινε όντως μια πιο δίκαιη οργάνωση του
διεθνούς εμπορίου που στο επίκεντρο θα θέτει την
πραγματική άνοδο της παγκόσμιας ευημερίας και τη
βιωσιμότητα.
Παναγιώτης
Σωτήρης (in.gr)
|