|
Από την
Πτώση του Τείχους και την επανένωσή της, η
Γερμανία αποτέλεσε μία από τις δυνάμεις με την
ισχυρότερη ήπια ισχύ εντός του διεθνούς
συστήματος, χωρίς ωστόσο αυτή ποτέ να
αντανακλάται στο γεωπολιτικό αποτύπωμα της
χώρας. Σε ένα υπόδειγμα μακρόχρονης πολιτικής
συναίνεσης, τα δύο κραταιά κόμματα του
γερμανικού πολιτικού συστήματος δόμησαν από
κοινού την αμιγώς περιοριστική δημοσιονομική
γερμανική κουλτούρα, η οποία ανέδειξε τη
Γερμανία σε ηγέτιδα μεταψυχροπολεμική δύναμη.
Αυτήν ακριβώς τη νομοτέλεια διαψεύδει πλέον η
στροφή του Βερολίνου προς ένα σαφώς περισσότερο
φιλόδοξο μείγμα εξωτερικής και αμυντικής
πολιτικής, αξιοποιώντας ωστόσο την ίδια
κουλτούρα της πολιτικής συναίνεσης ως θεμέλιο
της μετάβασης σε ένα διαφορετικό υπόδειγμα
ισχύος.
Α: Η
δημοσιονομική συναίνεση οδήγησε σε γεωπολιτική
αφέλεια
Ο Ψυχρός
Πόλεμος σημαδεύτηκε από αμέτρητα ιστορικά
στιγμιότυπα, βαθιές κρίσεις, πολέμους δι’
αντιπροσώπων και πολυδιάστατους ηγέτες, ωστόσο
δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως, από
τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι και την
κατάρρευση του λεγόμενου «κομμουνιστικού κόσμου»
το Τείχος του Βερολίνου αποτέλεσε μακράν το
πλέον χαρακτηριστικό σύμβολο τον πιο τεταμένων
δεκαετιών της καταγεγραμμένης ιστορίας. Το –σε
ζωντανή μετάδοση– πανηγυρικό ξήλωμα αυτού
ακριβώς του συμβόλου αποτέλεσε και τη βάση για
την πιο πολυσυζητημένη διεθνολογική θεωρία του
μεταψυχροπολεμικού πολιτικού χρόνου: το Τέλος
της Ιστορίας αποτελούσε πλέον γεγονός· το μέλλον
ανήκε πλέον στην αυτόνομη –και για πρώτη φορά
στην ιστορία της, στην πράξη– αυτόνομη και
αδιαίρετη Γερμανία.
Το κρίσιμο
στοιχείο εδώ είναι πως, ακριβώς λόγω των
ημι-αφελών βεβαιοτήτων και νομοτελειών της
πρώιμης μεταψυχροπολεμικής εποχής, το Βερολίνο
έθεσε ως βάση της επανένωσης, αλλά και της
μελλοντικής πορείας της χώρας εντός του διεθνούς
συστήματος, την πλήρη βιομηχανοποίηση της
γερμανικής οικονομίας και την ανάδειξή της ως
τον οικονομικό πυρήνα της νεοσύστατης τότε
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, η –εντέλει
πρόσκαιρη– ανάδειξη των ΗΠΑ ως της μοναδικής
ηγεμονικής υπερδύναμης εντός του διεθνούς
συστήματος, της οποίας παράλληλα το αμυντικό
αποτύπωμα μετρούσε ήδη δεκάδες βάσεις εντός της
γερμανικής επικράτειας, τσιμέντωνε ακόμα
περισσότερο τη συγκεκριμένη αντίληψη: στο Τέλος
της Ιστορίας, η ισχύς του Βερολίνου θα ήταν
αμιγώς οικονομική.
Η γερμανική
πολιτική και οικονομική ανασύσταση αποτέλεσε
κοινό, εσωτερικό και μακρόπνοο σχέδιο. Στην
κρισιμότερη καμπή της μεταπολεμικής ιστορίας της
χώρας, το γερμανικό εκλογικό σώμα εμπιστεύτηκε
τη διακυβέρνησή της διαδοχικά σε δύο πολιτικούς
αντιπάλους –τον χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ
και τον σοσιαλδημοκράτη, Γκέρχαρντ Σρέντερ, οι
οποίοι πέτυχαν να εδραιώσουν μια υποδειγματική
δημοσιονομική κουλτούρα: ο μεν Κολ αποτέλεσε τον
αρχιτέκτονα της γερμανικής δημοσιονομικής
σταθερότητας, καλλιεργώντας παράλληλα το έδαφος
για τη μετάβαση στην εποχή του κοινού
νομίσματος, με τον δε Σρέντερ να προσθέτει τις
βάσεις της γερμανικής ανταγωνιστικότητας, όπως
όμως και του εκμοντερνισμού της αγοράς εργασίας
της χώρας, επιτρέποντας στο Βερολίνο να χαράσσει
ουσιαστικά την ευρύτερη ευρωπαϊκή δημοσιονομική
πολιτική, αλλά και στη γερμανική κυβέρνηση να
αποτελεί πλέον την ηγεσία ενός εκ των
ισχυρότερων κρατών του G7, ακριβώς λόγω της
συντριπτικής της περιφερειακής επιρροής στην
Ευρώπη. Κάπως έτσι, όταν το 2005 η Άνγκελα
Μέρκελ επανέφερε τους χριστιανοδημοκράτες του
CDU/CSU στα κυβερνητικά έδρανα, η χώρα
δημοσιονομικά κινούνταν στον αυτόματο πιλότο, με
την πρώτη γυναίκα καγκελάριο της γερμανικής
ιστορίας να αποδεικνύεται άριστη διαχειρίστρια
της καλολαδωμένης βιομηχανικής υπερδύναμης την
οποία κληρονόμησε από τους Κολ και Σρέντερ.
Ακριβώς σε
αυτό το σημείο έγκειται η πρώτη εντυπωσιακή
παραδοξότητα της γερμανικής πολιτικής
κουλτούρας. Βλέποντάς το τεχνοκρατικά, από τον
Κολ μέχρι και τη Μέρκελ, σε ένα διάστημα
συνολικά 39 ετών, η Γερμανία είχε την τύχη να
κυβερνηθεί από τρεις ηγέτες τους οποίους θα
μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει έως και
φωτισμένους δημοσιονομικά –πετυχαίνοντας σταθερά
και χαμηλά ποσοστά δημοσίου χρέους, σταθερούς
ρυθμούς ανάπτυξης, σταθερή αύξηση του ΑΕΠ της,
υψηλή εισροή ξένων επενδύσεων, και με ελάχιστη
έκθεση σε εξωτερικό δανεισμό–, αλλά πλήρως
αδαείς σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Στην
ουσία, στον μεταψυχροπολεμικό πολιτικό χρόνο, το
Βερολίνο μπορεί μεν να ανέπτυξε μια τεχνοκρατικά
υποδειγματική δημοσιονομική κουλτούρα, ωστόσο
απέτυχε παταγωδώς να καλλιεργήσει μια κουλτούρα
ισχύος, ακριβώς γιατί κανείς εκ των Κολ,
Σρέντερ, και Μέρκελ δεν κατάφερε να διαβάσει τις
συνθήκες οι οποίες την καθιστούσαν απαραίτητη.
Πιο
συγκεκριμένα, ο Κολ έκρινε πως η αμερικανική
ομπρέλα ασφαλείας –σε συνδυασμό με την
ισχυροποίηση της ΕΕ– θα αρκούσε στο διηνεκές
ώστε να καλύψει τις δομικές αδυναμίες της χώρας
σε εξοπλιστικό επίπεδο, με τους Σρέντερ και
Μέρκελ να εκτροχιάζουν πλήρως τον γεωπολιτικό
άξονα του Βερολίνου, υιοθετώντας μια αμφίσημη
στάση απέναντι στις ΗΠΑ με αφορμή τον Πόλεμο του
Ιράκ, αλλά και –κυρίως– υιοθετώντας μια
εξωφρενικά αφελή προσέγγιση απέναντι στη Ρωσία,
από τον αποδεδειγμένα πλέον ρωσόφιλο Σρέντερ και
μετά. Η ιστορία είναι γνωστή, με το Βερολίνο να
δημιουργεί μια πλήρως εξαρτητική ενεργειακή
σχέση με τη Μόσχα, η οποία ωστόσο στο βάθος
σχεδόν δύο δεκαετιών αλλοίωσε στον απόλυτο βαθμό
τη γεωπολιτική συνείδηση της ισχυρότερης
οικονομίας της ΕΕ· μεγαλύτερο πελάτη από τη
Μέρκελ δεν ευτύχησε να βρει ποτέ ο Βλαντιμίρ
Πούτιν, in more ways than one, και θέτοντάς το
ευγενικά.
Φυσικά, το
αποτέλεσμα της παραπάνω συνθήκης δεν θα μπορούσε
να ήταν άλλο από το απόλυτο ξεδόντιασμα της
γερμανικής σκληρής ισχύος. Ιδιαίτερα η Μέρκελ
είχε την προσωπική τύχη να κυβερνήσει σε έναν
πολιτικό χρόνο όπου το Βερολίνο ασκούσε οριακά
πλήρη ηγεμονία εντός των κύκλων της ΕΕ σε
δημοσιονομικό επίπεδο, και η εγγενής γερμανική
στρατηγική αδυναμία –τόσο σε αμυντικό, όσο και
σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής– μασκαρεύτηκε
κάτω από την εξαγωγή του μοντέλου δημοσιονομικής
σταθερότητας. Η παρανόηση ωστόσο στη
συγκεκριμένη θέση –την οποία υιοθέτησε κυρίως ο
ιστορικός, πλέον, Υπουργός Οικονομικών της
Μέρκελ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε– ήταν πως, η
δημοσιονομική σταθερότητα της Ευρώπης, με άξονα
το Βερολίνο, θα ήταν και εκείνη η οποία θα
προφύλασσε τόσο τη Γερμανία όσο και τα υπόλοιπα
κράτη-μέλη της ΕΕ σε βάθος χρόνου· πριν την
εισβολή των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην
Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η εποχή των
στρατιωτικών συγκρούσεων στο πεδίο –τουλάχιστον
στην Ευρώπη– φαινόταν πως αποτελούσε απλώς τον
ξεθωριασμένο εφιάλτη κάποιων άλλων. Ο από κοινού
εικοσαετής κατευνασμός του Πούτιν εκ μέρους των
Σρέντερ και Μέρκελ δεν αμφισβητήθηκε ούτε
απέναντι στις θηριωδίες στις οποίες προχώρησε η
Μόσχα κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, με
τις χαρακτηριστικές επεμβάσεις στη Γεωργία και
την Κριμαία να πείθουν οποιονδήποτε αναπνέει πως
ο Ρώσος πρόεδρος αποτελεί έναν άξιο θιασώτη του
Ιβάν του Τρομερού και του Ιωσήφ Στάλιν.
Χρειάστηκε
τελικά η εισβολή στην Ουκρανία –η οποία
βασίστηκε στην πεποίθηση πως οι Ρώσοι θα
καταλάμβαναν το Κίεβο μέσα σε ένα απόγευμα– ώστε
να ξεχαρβαλωθεί πλήρως αυτό το λίγο κάτι που
είχε απομείνει στη γερμανική γεωπολιτική
αξιοπρέπεια, και το Βερολίνο να πραγματοποιήσει
μια απότομη στροφή προς τη Δύση. Ειρωνικά, ο
αρχιτέκτονας της σημαντικότερης σύγχρονης τομής
στη γερμανική εξωτερική πολιτική ήταν ο κατά τα
άλλα λίγος –σε διαχειριστικό επίπεδο–
σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο
οποίος είχε εξαρχής βρεθεί στην καγκελαρία μέσω
ενός εξωφρενικού συνδυασμού παραμέτρων.
Υιοθετώντας το δόγμα του Zeitenwende, ο Σολτς
προχώρησε σε μια πρωτοφανή –για τα γερμανικά
δεδομένα– αύξηση των αμυντικών δαπανών της χώρας
της τάξεως του 2% ως προς το ΑΕΠ, εξασφαλίζοντας
παράλληλα μια επιπλέον χρηματοδότηση ύψους 100
δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η υιοθέτηση
του Zeitenwende ήταν εξαρχής επιτυχημένη, καθώς
ανάγκασε τη χώρα να αναμετρηθεί με τον εαυτό της
και να αποφασίσει ποιος ακριβώς θέλει να είναι ο
ρόλος της
Όμως, στο
όνομα αυτού του στόχου, προχώρησε στο γερμανικό
προπατορικό αμάρτημα της μεταψυχροπολεμικής
εποχής, όπως το είχαν ορίσει και τα δύο κραταιά
κόμματα της χώρας: δανείστηκε. Η μετάβαση από το
απαθές –και αποδεδειγμένα επικίνδυνο για την
ευρωπαϊκή ασφάλεια– δόγμα των Σρέντερ και Μέρκελ
στην υιοθέτηση μιας προσέγγισης η οποία θα
απαντούσε πλέον στις προκλήσεις της επιστροφής
των εποχών της ένοπλης βίας στην Ευρώπη,
προκάλεσε κατά τα άλλα πυρηνικού τύπου
αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, με το
CDU/CSU να διχάζεται σε πρωτοφανές επίπεδο λόγω
της αμφισβήτησης της γερμανικής δημοσιονομικής
ορθοδοξίας, και τους Πράσινους με το Die Linke
να παραπατάνε σε μια σειρά παρωχημένων
αντιιμπεριαλιστικών ακροβασιών του 20ού αιώνα.
Στην πράξη, όμως, η υιοθέτηση του Zeitenwende
ήταν εξαρχής επιτυχημένη, καθώς ανάγκασε τη χώρα
να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και να
αποφασίσει ποιος ακριβώς θέλει να είναι ο ρόλος
της, σε ένα διεθνές σύστημα όπου οι ένοπλες
συγκρούσεις μεταξύ ανεπτυγμένων κρατών δε
θεωρούνται πλέον αδιανόητες. Το γεγονός πως ο
Σολτς αποτελούσε εξαρχής έναν εξαιρετικά αδύναμο
–σε πολιτικό επίπεδο– καγκελάριο θα μπορούσε να
απειλήσει το εγχείρημα με συντριβή από τα
αποδυτήρια, ωστόσο στην εδραίωσή του ως modus
operandi της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής
έπαιξε καταλυτικό ρόλο η υποστήριξη του Φρίντριχ
Μερτς, ο οποίος ηγούνταν πλέον της
αντιπολίτευσης.
Παραδόξως,
έτσι, η συγκαταβατική πολιτική κουλτούρα την
οποία δόμησαν από κοινού Σρέντερ και Μέρκελ
–πατώντας πάνω στην κληρονομιά του Κολ– ώστε να
χαράξουν μια συνεπή δημοσιονομική πολιτική
αποτέλεσε τον πυρήνα της στήριξης της γερμανικής
αντιπολίτευσης στην τότε κυβέρνηση, σε ένα
ζήτημα υπαρξιακής σημασίας για τη χώρα, αλλά και
για την Ευρώπη. Επενδύοντας διπλά με τη σειρά
του στις αρχές του Zeitenwende –δηλαδή τη
στρατηγική αφύπνιση του Βερολίνου, την επένδυση
στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας αλλά και την
ενεργειακή και οικονομική απεξάρτηση από τη
Ρωσία– ο Μερτς κατάφερε τελικά να διαδεχτεί τον
Σολτς στην καγκελαρία, εξασφαλίζοντας παράλληλα
την απαιτούμενη ιδεολογική –και δικομματική–
συνέχεια, η οποία έχει επιτρέψει τη δημιουργία
του τρέχοντος κυβερνητικού συνασπισμού, όπου οι
Σοσιαλδημοκράτες αποτελούν πλέον κυβερνητικό
εταίρο των Χριστιανοδημοκρατών, χωρίς να είναι
καν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα,
συνηγορώντας στην ανάγκη της υιοθέτησης μιας
ριζικά διαφορετικής –και απολύτως χαλαρότερης–
δημοσιονομικής προσέγγισης, ώστε να εξυπηρετηθεί
ο απώτερος στόχος της νέας τους συγκυβέρνησης.
Από τη
διαχείριση στην ηγεσία
Φαινομενικά, ο κύκλος κλείνει εδώ. Ειρωνικά,
παρότι οι καγκελαρίες των Σρέντερ και Μέρκελ
μπορούν πλέον να κριθούν ασφαλώς ως
καταστροφικές τόσο για την ήπια όσο και για τη
σκληρή ισχύ της Γερμανίας, εντούτοις αποτέλεσαν
το πολιτικό προσχέδιο πάνω στο οποίο το CDU/CSU
και το SPD μπορούν να συνυπάρξουν ξανά ως
κυβερνητικοί εταίροι, με συγκολλητική ουσία
μεταξύ τους ωστόσο πλέον την από κοινού επιδίωξη
της ανάδειξης του Βερολίνου ως μίας εκ των
ισχυρότερων γεωπολιτικών δυνάμεων παγκοσμίως. Ως
γνωστόν, τόσο ο Σρέντερ όσο και η Μέρκελ, έχουν
προχωρήσει σε διάφορες παρεμβάσεις σε μια
απέλπιδα προσπάθεια να υπεραμυνθούν της
πολιτικής τους κληρονομίας, η ματαιότητα των
οποίων ωστόσο είναι απελπιστική. Ο κατευνασμός
οποιουδήποτε δικτάτορα έχει ιστορικά αποδειχτεί
αμιγώς αυτοκτονικός, ως στρατηγική, και η
μετέπειτα υπεράσπιση αυτής της προσέγγισης,
καθώς οι Ουκρανοί μετράνε καθημερινά τις
απώλειες τους, τείνει προς τον αυτοεξευτελισμό.
Εξάλλου, μέσω της στροφής προς τη Δύση, ο Μερτς
έχει πλέον τη δυνατότητα να αποδείξει στο
γερμανικό εκλογικό σώμα –και δη, το φιλικό προς
το CDU/CSU– πως στην εσωτερική του διαμάχη με τη
Μέρκελ ανέκαθεν δίκιο είχε εκείνος.
Ωστόσο, το
παιχνίδι δεν έχει φτάσει ούτε στο ημίχρονο
ακόμα. Η γερμανική δημοσιονομική κουλτούρα
παραμένει βαθιά ριζωμένη τόσο η Κεντρική
Τράπεζα, Bundesbank, όσο και στα κραταιά
μακροοικονομικά think tank της χώρας –όπως το
Institut der deutschen Wirtschaft (IW)– έχουν
εκφράσει εντόνως τις επιφυλάξεις τους για τη
χαλάρωση του μηχανισμού περιορισμού του δημόσιου
χρέους, τον οποίο εμπνεύστηκε η Μέρκελ το 2009,
αλλά και για το ύψος των συνολικά 500
δισεκατομμυρίων που θέλει να επενδύσει η
γερμανική συγκυβέρνηση ευρύτερα στον τομέα της
άμυνας, σε μια στρατηγική η οποία καθιστά την
αύξηση του δανεισμού αναπόφευκτη.
Με το
ακροδεξιό AfD να απολαμβάνει πλέον την ίδια
δημοσκοπική δύναμη με το CDU/CSU, ο Μερτς
καλείται να οδηγήσει τη Γερμανία σε έναν νέο
πολιτικό χρόνο, όπου ο δανεισμός στο όνομα της
ενίσχυσης της γερμανικής και της ευρωπαϊκής
αμυντικής αυτονομίας δεν αποτελεί ταμπού απλά
και μόνο επειδή είναι δανεισμός, τη στιγμή που η
καταδίκη των πρακτικών της Μόσχας δεν αποτελεί
επιλογή, αλλά αξιακή υποχρέωση. Ειρωνικά, η
Μέρκελ κατάφερε να κρατήσει το CDU/CSU στη
διακυβέρνηση της χώρας για σχεδόν είκοσι
συνεχόμενα χρόνια, κυβερνώντας κυρίως με βάση τα
ευρήματα των εσωτερικών της δημοσκοπήσεων,
ανάγοντας τον κατευνασμό του κοινού αισθήματος
σε επιστήμη, τη στιγμή που ο Μερτς καλείται
πλέον να κυβερνήσει εκ πεποιθήσεως, ως
πραγματικός ηγέτης, αντί για διαχειριστής. Μένει
να φανεί αν θα το καταφέρει. Με τις
παραδοξότητες της γερμανικής πολιτικής
κουλτούρας, ωστόσο, σήμερα να ευνοούν την
επίτευξη του προφανούς ήδη από το 1989: η
Γερμανία δεν μπορεί παρά να αποτελεί μία εκ των
ισχυρότερων γεωπολιτικών δυνάμεων του διεθνούς
συστήματος.
Σπύρος
Βλέτσας (Athens Voice)
|