|
Παρακολουθώντας, όσο μπορεί να παρακολουθηθεί,
το ντόμινο εξελίξεων μετά
τους δασμούς του Τραμπ, δεν μπορώ να μη σκεφτώ
πόσο αλληλένδετα είναι τα πάντα
στην πολιτική και στην ιστορία.
Ας φύγουμε,
π.χ., από τις ΗΠΑ του 2025 και την οικονομία κι
ας πάμε στη Γαλλία του 19ου αιώνα και την
πολεοδομία. Ένας από τους λόγους που η Παρισινή
Κομμούνα απέτυχε ήταν ο… εξευγενισμός του
Παρισιού. Δυο δεκαετίες νωρίτερα, ο βαρόνος
Οσμάν δημιούργησε το Παρίσι που ξέρουμε, με τους
φαρδιούς δρόμους και τα μεγάλα βουλεβάρτα. Τα
πολεοδομικά σχέδια του Οσμάν δεν αποτελούν μόνο
αποτύπωση του πώς φαντασιώνεται η ανερχόμενη
αστική τάξη τη ζωή στην πόλη (ή τρόπο
παρεμπόδισης της εξάπλωσης κάποιας επιδημίας),
αλλά οχυρώνουν και τον χώρο απέναντι στη διαρκή
απειλή της εξέγερσης: δυσκολεύουν την κατασκευή
οδοφραγμάτων και προσφέρουν στον τακτικό στρατό
μια κάποια άνεση στις επιχειρήσεις του.
Το πόσο
κομβική αναδεικνύεται πολιτικά και κοινωνικά
η πολεοδομία, έγινε φανερό με όλη τη συζήτηση
περί εξευγενισμού του κέντρου της Αθήνας, ο
οποίος ακολούθησε τη μακρόχρονη κρίση και άλλαξε
τον χαρακτήρα ολόκληρων γειτονιών. Επέκταση της
εστίασης και των ποικίλων ξενοδοχειακών
εγκαταστάσεων, απομάκρυνση του εργατικού και
μεταναστευτικού πληθυσμού, τροποποίηση χρήσεως
γης: η ζωή στην πόλη εξαρτάται άμεσα από τις
πολιτικές του χώρου.
Μια καλή
ευκαιρία να τα σκεφτούμε όλα αυτά μάς προσφέρει
μία από τις λιγότερο γνωστές επετείους των
ημερών: Στις 9 Απριλίου του 1836, υπογράφηκε το
βασιλικό διάταγμα για την εκτέλεση του
πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας, που καθόρισε τα
σχετικά µε το σχήμα των οικοπέδων, τα όρια
αρτιότητας, τους αριθμούς των ορόφων, τις
μεσοτοιχίες, τους ειδικούς όρους σε πλατείες και
οδικούς άξονες (κοινώς, ζητήματα που δεν έχουν
λυθεί ακόμη, 190 χρόνια μετά). Το διάταγμα
μοιάζει μικρής σημασίας, αλλά επί της ουσίας,
μετάφρασε σε πρακτικούς κανόνες το όραμα των
Βαυαρών για τη δημιουργία μιας πρωτεύουσας στο
πνεύμα των ευρωπαϊκών αντίστοιχων. Δικαιολογούσε
έτσι και την επιλογή της μικρής ακόμα τότε
πόλης, που δεν είχε μεγάλη συμμετοχή στον Αγώνα,
ως πρωτεύουσας: με την Αθήνα, πολεοδομικά
αναβαθμισμένη, η χώρα έμπαινε σε νέα πορεία
(πόσες φορές θα το έχετε ακούσει αυτό, ε;).
Στο μέλλον
αυτός ο πολεοδομικός χαρακτήρας θα άλλαζε
δραστικά σε δύο κρίσιμες περιόδους. Η πρώτη ήταν
η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανάγκη που
προέκυψε να στεγαστούν ξαφνικά εκατομμύρια
πρόσφυγες. Η δεύτερη, το «έγκλημα» της δεκαετίας
του 1960, όταν ο πολεοδομικός σχεδιασμός
χαρακτηρίστηκε από τον πολλαπλασιασμό των
πολυκατοικιών – η διαβόητη «αντιπαροχή» – ώστε
να μπορέσει να γίνει αντιμετωπίσιμο το κύμα της
μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης, που καθόρισε
τη μεταπολεμική ελληνική ιστορία (αυτό που
αποκαλούσαμε «αστυφιλία» στο μάθημα της
έκθεσης). Το αποτέλεσμα είναι η εικόνα αυτής της
αντιφατικής πόλης, που τόσοι και τόσες αγαπάμε
να μισούμε.
Δε θέλω να
ακούγομαι σαν μπούμερ που δυσκολεύεται ή
αρνείται να προσαρμοστεί, αλλά και οι
αντίστοιχοι μπούμερ των μέσων του 19ου αιώνα
ίσως να δυσφόρησαν εξίσου, π.χ. με τη
διαπλάτυνση των οδών στο Παρίσι και την Αθήνα.
Αυτή η δυσφορία δεν είναι απλώς θέμα γούστου.
Κάθε αλλαγή στο πλαίσιο της κατοικίας και της
κοινωνικής της διαρρύθμισης δεν είναι άμοιρη
πολιτικών επιπτώσεων – συχνά μάλιστα ιδιαίτερα
σημαντικών, για να μη πω ιστορικών.
Στο
καθημερινό επίπεδο, κάθε φορά που δυσκολεύομαι
να προσπελάσω ένα πεζοδρόμιο γεμάτο
τραπεζοκαθίσματα, νιώθω αυτό το ιστορικό βάρος
της πολεοδομικής εξέλιξης να περνάει μπροστά από
τα μάτια μου – την ώρα φυσικά που προσπαθώ να
χαράξω την ιδανική διαδρομή, που θα μου
επιτρέψει να περάσω τα εμπόδια, χωρίς να εκθέσω
το σώμα μου σε υπερβολικούς κινδύνους. Και κάθε
φορά που ακούω τον ήχο από τις συρόμενες
βαλίτσες, ακόμα μιας ομάδας τουριστών, σκέφτομαι
την εναγώνια αναζήτηση στέγης από πλήθος
συμπολιτών μας, που παλεύουν μέσα στον βασικό
μισθό να χωρέσουν όλα τα χρειώδη, αγνοώντας τις
νέες μόδες και τα νέα ήθη που προσφέρουν τα
στέκια των εγχώριων και (αδασμολόγητα)
εισαγόμενων χίπστερ.
Ειρήνη
Σαμπατακάκη (Το Βήμα)
|