|
Στην
ελληνική περίπτωση, σε ό,τι αφορά τα ΜΜΕ, οι
δημοσκοπήσεις γίνονται συχνά εργαλείο για την
πλοήγηση στην επικαιρότητα και στα ρευστά σημεία
που αυτή παρουσιάζει λειτουργώντας ως μοχλός
ενεργοποίησης ενός κύκλου αυτοτροφοδοτούμενης
σημασίας: τα ΜΜΕ, που είναι συνήθως οι εντολείς
των δημοσιοποιούμενων δημοσκοπήσεων, τις
προβάλλουν έντονα, οι πολίτες τις παρακολουθούν
συχνά ως πολιτικό σασπένς και τα κόμματα,
ανάλογα με το δημοσκοπικό τους σκορ, προπάντων
όσον αφορά το μέγεθος της πρόθεσης ψήφου, άλλοτε
τις επικαλούνται και άλλοτε τις καταγγέλλουν,
ενισχύοντας το ενδιαφέρον για αυτές και τη
σημασία που τους αποδίδεται.
Βλέποντας
το θέμα από τη σκοπιά της πολιτικής κουλτούρας,
μπορούμε να εικάσουμε ότι σε ένα πλαίσιο (πιο)
συμμετοχικής πολιτικής κουλτούρας, όπως είναι
αυτό των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά στο οποίο η
θεσμική εμπιστοσύνη είναι υψηλότερη και ο βαθμός
πληροφόρησης των πολιτών είναι μεγαλύτερος, το
ενδιαφέρον για την πολιτική ενεργοποιείται
λιγότερο από την εικόνα και, συνεπώς, οι
δημοσκοπήσεις έχουν μικρότερο ειδικό βάρος ως
εργαλεία καταγραφής της κοινής γνώμης.
Αντίθετα,
σε ένα πλαίσιο υψηλότερης δυσπιστίας απέναντι
στους πολιτικούς και τους δημόσιους θεσμούς και
πρόσληψής τους ως κάτι το εξωτερικό σε σχέση με
τους πολίτες, όπως είναι αυτό των χωρών του
ευρωπαϊκού Νότου, οι δημοσκοπήσεις αποκτούν
μεγαλύτερο βάρος όχι μόνο ως εργαλεία καταγραφής
των απόψεων του κοινού, αλλά και ως μέσα η
προβολή των οποίων μπορεί να επιδράσει στον
τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η δυναμική
των εξελίξεων.
Με τα
παραπάνω δεν επιχειρούμε να υποβαθμίσουμε τη
σημασία των δημοσκοπήσεων. Αντίθετα, πρόκειται
για ένα απαραίτητο εργαλείο κατανόησης των
στάσεων, των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς των
πολιτών, υπό την προϋπόθεση ότι διεξάγονται με
αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, ορθά μεθοδολογικά
εργαλεία και διαφάνεια και ότι τα αποτελέσματά
τους ερμηνεύονται με προσοχή και αναλυτική
επάρκεια.
Αυτό που
επιδιώκουμε να αναδείξουμε είναι η υπερβολή στην
υπερπαραγωγή δημοσκοπήσεων και η εστίαση –
τουλάχιστον δημόσια – σε περιορισμένα και
επαναλαμβανόμενα ευρήματα, τα οποία συχνά
καλύπτουν στενά θεματικά πεδία. Το φαινόμενο
αυτό καθίσταται ακόμη πιο προβληματικό σε μια
περίοδο κατά την οποία η ακαδημαϊκή έρευνα
πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς όχι μόνο
δυσκολεύεται να εξασφαλίσει επαρκή
χρηματοδότηση, αλλά και να πείσει τους ιθύνοντες
για τη σημασία της συμμετοχής σε μεγάλα
ευρωπαϊκά (Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ερευνα, Ευρωπαϊκή
Ερευνα Αξιών) ερευνητικά πρότζεκτ που παρέχουν
εχέγγυα παραγωγής υψηλής ποιότητας δεδομένων με
ένα συγκριτικό πλαίσιο αναφοράς.
Πέρα από τη
στιγμιαία καταγραφή τάσεων που είναι χρήσιμο να
γίνεται με έναν λελογισμένο τρόπο, τα μεγάλα
ερευνητικά προγράμματα προσφέρουν στέρεα,
διαχρονικά τεκμήρια για την κατανόηση των
βαθύτερων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών:
από τις αξίες και τις στάσεις των πολιτών έως
τις μορφές εμπιστοσύνης και τους τρόπους με τους
οποίους νοηματοδοτείται η δημοκρατική συμμετοχή.
Σε συνθήκες
επικοινωνιακής υπερφόρτωσης, αποσπασματικής
πληροφόρησης και ανεξέλεγκτης διάχυσης
ψευδεπίγραφων ειδήσεων, η συστηματική στήριξη
της ανεξάρτητης, ακαδημαϊκής έρευνας συνιστά
θεμέλιο δημοκρατικής ποιότητας και κρίσιμη
προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός τεκμηριωμένου
και αξιόπιστου δημόσιου διαλόγου, απαλλαγμένου
από συγκυριακές εντυπώσεις και επικοινωνιακούς
αυτοματισμούς. Παράλληλα, η συμμετοχή σε τέτοια
μεγάλα και συγκριτικά ερευνητικά έργα δεν
αποτελεί μόνο θεσμική υποχρέωση και δείκτη
δημοκρατικής ποιότητας αλλά και επένδυση με
αναπτυξιακό υπόβαθρο, καθώς ενισχύει την
ερευνητική καινοτομία, δημιουργεί προστιθέμενη
αξία στον ενιαίο χώρο έρευνας και τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης και συνδέεται με την παραγωγή
εξειδικευμένης γνώσης που διαθέτει κοινωνικό και
οικονομικό αποτύπωμα.
Τα
συγκριτικά ερευνητικά δεδομένα που παράγονται
στο πλαίσιο διεθνών προγραμμάτων αποτελούν
κρίσιμο εργαλείο για τη διαμόρφωση πολιτικών που
ανταποκρίνονται σε τεκμηριωμένες κοινωνικές
ανάγκες. Η αξιοποίησή τους ενισχύει την
υιοθέτηση πρακτικών χάραξης δημόσιας πολιτικής
που στηρίζεται στην εμπειρική γνώση και όχι σε
συγκυριακά επικοινωνιακά αφηγήματα δρομολογώντας
ένα πρότυπο διακυβέρνησης που ευθυγραμμίζεται με
τις αρχές μιας evidence-informed policy, μιας
πολιτικής που χαράσσεται βάσει εμπειρικά
θεμελιωμένης γνώσης και αξιόπιστων τεκμηρίων.
Αναγνωρίζοντας τη συμβολή των συγκριτικών
ερευνών στη χάραξη τεκμηριωμένης πολιτικής, δεν
μπορούμε να παραβλέψουμε τα «σκοτεινά» ευρήματα
που επανέρχονται με ανησυχητική σταθερότητα –
τόσο σε διεθνείς όσο και σε εγχώριες έρευνες.
Ειδικά στην Ελλάδα, μετεκλογικές έρευνες
πολιτικής συμπεριφοράς (Eθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών/ΕΚΚΕ 2024, Prorata και Κέντρο Πολιτικών
Ερευνών/ΚΠΕ 2020), καθώς και πρόσφατες έρευνες
για τη νεολαία στην Ελλάδα (Friedrich Ebert
Stiftung και ΕΚΚΕ 2025), αποκαλύπτουν την ύπαρξη
ενός μειοψηφικού μεν, αλλά ευδιάκριτου
αντιδημοκρατικού δυναμικού. Περίπου 10-15% του
εκλογικού σώματος, σε επαναλαμβανόμενες
μετρήσεις (2020, 2024, 2025), εκφράζει σταθερά
αυταρχικές και αντικοινοβουλευτικές αντιλήψεις.
Αυτές εμφανίζονται εντονότερα μεταξύ ανδρών και
νεότερης ηλικίας εκλογέων, που δείχνουν
μεγαλύτερη διαθεσιμότητα στην υιοθέτηση
αντιδημοκρατικών απόψεων.
Η
συστηματική ανάλυση των εμπειρικών στοιχείων
δείχνει ότι η παρουσία τέτοιων στάσεων ενισχύει
την πιθανότητα ψήφου σε ακροδεξιά κόμματα,
αναδεικνύοντας τον ιδεολογικό πυρήνα μιας
ακροδεξιάς εκλογικής βάσης, η οποία διεκδικεί
έναν διακριτό χώρο στον πολιτικό και τον
εκλογικό ανταγωνισμό και συγκροτεί μια
αριθμητικά υπολογίσιμη δύναμη στο εσωτερικό της
συνολικής εκλογικής βάσης.
Κάτι που
αξίζει επίσης να επισημανθεί είναι ότι
αντιλήψεις που «κουμπώνουν» με ένα ακροδεξιό
αφήγημα εκφράζουν τμήματα του εκλογικού σώματος
που διαπερνούν εγκάρσια όλα τα κόμματα
δημιουργώντας δυνητικές εκλογικές δεξαμενές για
την Ακρα Δεξιά. Με άλλα λόγια, το
αντιδημοκρατικό δυναμικό δεν εξαντλείται μόνο σε
έναν πυρήνα σταθερών ψηφοφόρων ακροδεξιών
κομμάτων, αλλά διαπερνά εγκάρσια την εκλογική
βάση ενσωματώνοντας ευρύτερους ιδεολογικούς
προσανατολισμούς.
Η καταγραφή
και κατανόηση αυτών των στάσεων δεν είναι μόνο
ζήτημα ερευνητικού ενδιαφέροντος, αλλά αποτελεί
κρίσιμο όρο για τη δημοκρατική εγρήγορση και την
αναγνώριση τάσεων και μετατοπίσεων στο εκλογικό
σώμα με ενδεχόμενες θεσμικές συνέπειες που δεν
πρέπει να υποτιμηθούν.
Η
κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια
Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,
διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού
Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|