|
Η παγκόσμια
παραγωγή crude και condensate αγγίζει νέο
ιστορικό υψηλό, με προβολές για περαιτέρω άνοδο
μέχρι το τέλος του 2026.
Πρακτικά, ο
κόσμος παράγει περισσότερο πετρέλαιο από ποτέ,
και χωρίς τις ΗΠΑ η παραγωγή επίσης αυξάνεται,
έστω πιο ήπια.
Η «ομάδα
των πέντε» (ΗΠΑ, Καναδάς, Βραζιλία, Αργεντινή,
Γουιάνα) λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός. Με τις
ΗΠΑ να σημειώνουν το 50% του ρυθμού αύξησης της
παραγωγής των υπόλοιπων τεσσάρων χωρών. Αυτό
δείχνει δύο πράγματα.
Πρώτον, η
αμερικανική βιομηχανία παραμένει κεντρικός
παράγοντας στον καθορισμό της ισορροπίας
προσφοράς, παρά την τάση για μεγαλύτερη
πειθαρχία κεφαλαίου και επιστροφή μετρητών στους
μετόχους.
Δεύτερον, η
άνοδος παραγωγής σε χώρες όπως ο Καναδάς, η
Βραζιλία και η Νορβηγία δεν είναι απλώς
συγκυριακή, αλλά στηρίζεται σε ώριμα projects,
pre-salt κοιτάσματα και βελτίωση υποδομών.
Ταυτόχρονα,
βλέπουμε και πιο σύνθετες ιστορίες: η Ρωσία
παραμένει «μαύρο κουτί» λόγω πολέμου και
κυρώσεων, ενώ χώρες όπως το Μεξικό και η Κίνα
προσπαθούν περισσότερο να σταθεροποιήσουν παρά
να εκτοξεύσουν την παραγωγή τους.
Μέσα σε
αυτό το περιβάλλον, η έννοια «peak oil»
επαναπροσδιορίζεται: δεν μιλάμε για peak
παραγωγής, αλλά για peak inelasticity.
Ο κόσμος
έχει πλέον αρκετούς πόλους δυναμικής προσφοράς,
κάτι που μειώνει τη διαπραγματευτική ισχύ του
κλασικού OPEC+ σε σχέση με παλαιότερους κύκλους.
Για έναν
επενδυτή, αυτό σημαίνει ότι τα μεγάλα,
διαρθρωτικά bull markets στο πετρέλαιο θα είναι
πιο δύσκολο να διαρκέσουν, καθώς οι μηχανισμοί
αυτόματης προσφοράς ενεργοποιούνται πιο γρήγορα.
Αντίθετα,
οι ευκαιρίες μπορεί να προκύπτουν από βραχύτερες
φάσεις απορρύθμισης, γεωπολιτικά σοκ ή προσωρινά
supply gaps.
Φυσικό
αέριο: οι ΗΠΑ «χτίζουν» LNG αυτοκρατορία
Στο φυσικό
αέριο, η εικόνα είναι διαφορετική, ίσως και πιο
ενδιαφέρουσα επενδυτικά.
Πάνω από 50
δισ. δολάρια κατευθύνονται σε νέα υποδομή,
κυρίως LNG, με στόχο σχεδόν διπλασιασμό της
εξαγωγικής ικανότητας των ΗΠΑ μέχρι το 2030.
Από 15,5
bcf/d σήμερα, μιλάμε για πάνω από 30 bcf/d στο
τέλος της δεκαετίας, εφόσον υλοποιηθούν τα
μεγάλα projects σε Gulf Coast και Μεξικό.
Η ζήτηση
για αμερικανικό LNG εκτοξεύεται, με τις εξαγωγές
να αυξάνονται πάνω από 20% και την Ευρώπη να
απορροφά το μεγαλύτερο μέρος μετά τη ρήξη με τη
ρωσική αγορά.
Ταυτόχρονα,
η Ασία, και ειδικά η Ινδία, αναδεικνύεται σε
κρίσιμο πελάτη για τα επόμενα χρόνια, καθώς η
μετάβαση από τον άνθρακα προς πιο καθαρό μείγμα
ενέργειας περνά σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό
αέριο.
Παρά τον
κίνδυνο υπερπροσφοράς, ιδιαίτερα αν
συνυπολογιστεί ο τεράστιος επενδυτικός κύκλος
και στο Κατάρ, το σενάριο δεν είναι τόσο απλό.
Από τη μία,
ο IEA μιλά για αύξηση παγκόσμιας ικανότητας κατά
περίπου 45% μέσα σε πέντε χρόνια.
Από την
άλλη, η ζήτηση, τόσο διεθνώς όσο και εντός ΗΠΑ
(κυρίως από data centers και AI υποδομές)
αυξάνεται με ρυθμούς που ακόμη δεν έχουν
«γράψει» πλήρως στα μοντέλα.
Πιθανόν να
επέλθει μια περίοδο έντονης κυκλικότητας, αλλά
γύρω από ένα υψηλότερο διαρθρωτικό επίπεδο
χρήσης φυσικού αερίου.
Οι απότομες
διακυμάνσεις (τύπου Freeport 2022 ή Texas freeze
2021) θα συνεχίσουν να «τραντάζουν» τις τιμές
βραχυπρόθεσμα, αλλά η μακροπρόθεσμη τάση
παραμένει σαφής: το αέριο παύει να είναι απλώς
μεταβατικό καύσιμο και εξελίσσεται σε «καύσιμο
του ψηφιακού αιώνα».
Τι
σημαίνουν όλα αυτά για τον επενδυτή;
Ο
συνδυασμός χαμηλότερου WTI, ιστορικά υψηλής
παραγωγής και τεράστιου LNG investment cycle
δημιουργεί ένα περιβάλλον φαινομενικά
αντιφατικό, αλλά γεμάτο ευκαιρίες για επιλεκτικό
επενδυτή.
Πρώτον, οι
μεγάλες, καθετοποιημένες εταιρείες με ισχυρά
upstream χαρτοφυλάκια, χαμηλό κόστος εξόρυξης
και αυξανόμενη έκθεση σε LNG και φυσικό αέριο,
βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.
Ακόμη και
σε σενάριο oversupply στο πετρέλαιο, η
δυνατότητα παραγωγής free cash flow παραμένει
ισχυρή.
Όταν
τέτοιες εταιρείες συνδυάζουν αυστηρή πειθαρχία
κεφαλαίου με γενναιόδωρες επιστροφές προς τους
μετόχους (μερίσματα, buybacks), μπορούν να
αποτελέσουν «άγκυρα» σε ένα ενεργειακό
χαρτοφυλάκιο.
Δεύτερον, η
επένδυση σε εταιρείες midstream και LNG
υποδομών, με μακροχρόνια συμβόλαια, εξαγωγική
προοπτική και καλά στηριγμένα projects, μπορεί
να λειτουργήσει ως πιο «αμυντικός» τρόπος
συμμετοχής στην ενεργειακή μετάβαση.
Τα έσοδα
συνδέονται λιγότερο με το spot της τιμής του
φυσικού αερίου και περισσότερο με contracted
volumes και capacity payments, κάτι που
περιορίζει τη βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα.
Τρίτον, στο
καθαρό πετρέλαιο, ο επενδυτής οφείλει να είναι
πιο επιλεκτικός.
Οι
εταιρείες με υψηλό lifting cost, περιορισμένη
πρόσβαση σε κεφάλαια ή έντονη εξάρτηση από
παραδοσιακά κοιτάσματα χωρίς σαφή ορίζοντα
αναπλήρωσης αποθεμάτων, θα πιεστούν σε
περιβάλλον παρατεταμένης υπερπροσφοράς.
Αντίθετα,
όσοι έχουν exposure σε χαμηλού κόστους παραγωγή,
ισχυρό balance sheet και πρόσβαση σε growing
basins (Permian, pre-salt, Guyana) έχουν
σημαντικό περιθώριο επιβίωσης και ανάπτυξης,
ακόμη και αν ο μέσος όρος τιμών τα επόμενα
χρόνια κινηθεί χαμηλότερα από ό,τι έχουμε
συνηθίσει.
Τέλος, η
μεγάλη εικόνα είναι ότι μπαίνουμε σε μια
δεκαετία όπου η έννοια της «ενεργειακής
ασφάλειας» συνδέεται πλέον με τρεις παραμέτρους:
επάρκεια, ευελιξία και ανθεκτικότητα.
Οι
επενδύσεις σε LNG, σε αποθήκευση και σε
διαφοροποίηση πηγών προμήθειας δεν είναι απλώς
εμπορικές κινήσεις, αλλά στρατηγικές επιλογές
κρατών και εταιρειών.
Για τον
επενδυτή που κοιτά μακροπρόθεσμα, η συμμετοχή σε
αυτό το νέο ενεργειακό οικοσύστημα, με προσοχή
στην ποιότητα ισολογισμών και στη διαχείριση
ρίσκου, δεν είναι απλώς επιλογή, αλλά πιθανό
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Ο Συμεών Μαυρουδής είναι Διαχειριστής Α/Κ και
ιδιωτικών χαρτοφυλακίων στη Fast Finance ΑΕΠΕΥ
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο
|