|
Στις
συνθήκες αυτές οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και τα
κράτη-μέλη, κατά βάση, προέβησαν σε επιλογές «
ενός ανεξέλεγκτου και αποκλειστικού
προσανατολισμού μετεγκατάστασης επιχειρήσεων,
προμηθειών, κ.λ.π. σε αναδυόμενες οικονομίες»
της Ασίας, της Αφρικής, της Κεντρικής-Ανατολικής
Ευρώπης, κ.λ.π. Έτσι συρρικνώθηκαν τόσο οι
θέσεις εργασίας σε ΗΠΑ και Ευρώπη, όσο και
εγκαθιδρύθηκε στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης
το μοντέλο της άνισης ανταλλαγής πρώτων υλών,
ενεργειακών προϊόντων, υπηρεσιών, εργασίας,
τεχνολογίας, κλπ. Το επιχείρημα αυτών των
επιλογών ήταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα
εγκαθίδρυε συνθήκες μίας «άπειρης ανάπτυξης» σε
παγκόσμιο επίπεδο με χαμηλό κόστος παραγωγής
εμπορευμάτων, υπηρεσιών, ενεργειακών προϊόντων,
κ.λ.π., σε βαθμό που στις χώρες εισαγωγής να
είναι δυνατή η διατήρηση των τιμών των
αντίστοιχων προϊόντων και υπηρεσιών σε χαμηλά
επίπεδα, επιτυγχάνοντας υψηλό επίπεδο
αγοραστικής δύναμης στους καταναλωτές (Chr.
Chavagneux,
Alternatives
Economiques, 28/2/2022).
Παράλληλα
όμως κατά τη συγκεκριμένη περίοδο έντασης της
παγκοσμιοποίησης προκλήθηκαν, μεταξύ άλλων,
υψηλότερα μερίδια κέρδους στο ΑΕΠ, υψηλό χρέος
και χαμηλό επίπεδο επιτοκίων και πληθωρισμού, τα
οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 2020
αυξάνονται σε ανεπιθύμητα επίπεδα για τα
νοικοκυριά, λόγω των παγκόσμιων ανακατατάξεων
του ενεργειακού (πολεμικές συγκρούσεις
(2022-2025) της Ρωσίας στην Ουκρανία) του
εφοδιαστικού και του επισιτιστικού συστήματος,
τα οποία αύξησαν περαιτέρω σε παγκόσμιο επίπεδο
τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες. Στο
περιβάλλον αυτό η Κίνα αποτελεί τον βασικό
παραγωγό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι,
σύμφωνα με τον
Richard
Baldwin
(2024) το μερίδιο της Κίνας στη παγκόσμια
προστιθέμενη αξία παραγωγής ως ποσοστό του
συνόλου είναι 29%, των ΗΠΑ είναι 16%, της
Ιαπωνίας είναι 7%, της Γερμανίας είναι 5%, της
Γαλλίας είναι 2% και των υπόλοιπων χωρών του
πλανήτη είναι 31%.
Toύτων
δοθέντων, οι προκαλούμενες σήμερα (2025)
γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις
έχουν ουσιαστικά στο υπόβαθρο τους, μεταξύ
άλλων, τόσο την στενότερη σχέση των διεθνών
πολιτικών εξελίξεων με τον οικονομικό
προστατευτισμό και την τεχνο-ψηφιακή πρόοδο, όσο
και την κυριαρχία της μετάβασης της ψηφιακής
τεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης και των
σπάνιων γαιών στη παραγωγή, την οικονομία και
την κοινωνία.
΄Ετσι στη
προοπτική αυτή εντάσσεται η παρατηρούμενη σήμερα
αναθεώρηση (δασμοί, εμπόριο, προστατευτισμός,
νέες τεχνολογίες, ασφάλεια, άμυνα, κ.λ.π.) του
status
quo
των ευρωατλαντικών και των δυτικο-ασιατικών
σχέσεων, δημιουργώντας συνθήκες αβεβαιότητας,
ανασφάλειας, κ.λ.π. για το περιεχόμενο και τη
προοπτική των εξελισσόμενων παγκόσμιων
μετασχηματισμών και ανακατατάξεων. Πιο
συγκεκριμένα στη πορεία αυτή είναι ενδιαφέρον να
σημειωθούν οι παγκόσμιοι γεω-αναπτυξιακοί
μετασχηματισμοί και ανακατατάξεις με αναφορά στο
επίπεδο του ΑΕΠ σε διεθνές επίπεδο.
Από την
άποψη αυτή οι πρόσφατες (Alpesh
Patel.
16/11/2023) προβλέψεις της
Goldman
Sachs
αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα έτη 2022, 2050
και 2075 για τις μεγαλύτερες οικονομίες σε
διεθνές επίπεδο. Από μεθοδολογική άποψη, σύμφωνα
με τη σχετική έκθεση, οι συγκεκριμένες
προβλέψεις βασίζονται σε μία ανάλυση των
τρεχουσών οικονομικών τάσεων, των δημογραφικών
μεταβολών, των τεχνολογικών εξελίξεων και των
πιθανών γεωπολιτικών αλλαγών.

Η δυναμική των κρατών με βάση τα δημογραφικά
χαρακτηριστικά – Μέση ηλικία 2025
Η
μεθοδολογία ενσωματώνει παράγοντες όπως οι
ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, η δυναμική του
πληθυσμού, οι βελτιώσεις στην παραγωγικότητα και
η τεχνολογική καινοτομία.
Έτσι,
σύμφωνα με την έκθεση, το 2022 οι πρώτες δέκα
χώρες με το μεγαλύτερο ΑΕΠ ήταν κατά σειρά
προτεραιότητας η ΗΠΑ, η Κίνα, η Ιαπωνία, η
Γερμανία, η Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η
Γαλλία, ο Καναδάς, η Ρωσία και η Ιταλία.
Το 2050 θα
είναι κατά σειρά προτεραιότητας η Κίνα, η ΗΠΑ, η
Ινδία, η Ινδονησία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, το
Ηνωμένο Βασίλειο, η Βραζιλία, η Γαλλία και η
Ρωσία.
Τέλος, το
2075 θα είναι κατά σειρά προτεραιότητας η Κίνα
(ΑΕΠ 57 τρις δολάρια και 941 εκατ. πληθυσμό), η
Ινδία (ΑΕΠ 52,5 τρις δολάρια και 1,6 δις
πληθυσμό), η ΗΠΑ (ΑΕΠ 51,5 τρις δολάρια και 402
εκατ. πληθυσμό), η Ινδονησία (ΑΕΠ 13,7 τρις
δολάρια και 317 εκατ. πληθυσμό), η Νιγηρία (ΑΕΠ
13,1 τρις δολάρια και 445 εκατ. πληθυσμό), το
Πακιστάν (ΑΕΠ 12,3 τρις δολάρια και 465 εκατ.
πληθυσμό), η Αίγυπτος (ΑΕΠ 10,4 τρις δολάρια και
191 εκατ. πληθυσμό), η Βραζιλία (ΑΕΠ 8,7 τρις
δολάρια και 195 εκατ. πληθυσμό), η Γερμανία (ΑΕΠ
8,1 τρις δολάρια και 73 εκατ. πληθυσμό) και το
Ηνωμένο Βασίλειο (ΑΕΠ 7,6 τρις δολάρια και 76
εκατ. πληθυσμό).
Η κατάταξη
αυτή των χωρών με το μεγαλύτερο ΑΕΠ στα
συγκεκριμένα έτη, σκιαγραφώντας νέους
συσχετισμούς οικονομικής και αναπτυξιακής
δύναμης στη παγκόσμια οικονομία αναδεικνύει την
έντονη οικονομική επιρροή της Ασίας, με την Κίνα
και την Ινδία να πρωτοστατούν. Επίσης η κατάταξη
αποτυπώνει τη σημαντική ανάπτυξη των οικονομιών
στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Λατινική
Αμερική καθώς και την υποχώρηση των μεγαλύτερων
ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Γερμανίας, της
Γαλλίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Παράλληλα
αξίζει να σημειωθεί ότι βασικός παράγοντας,
μεταξύ άλλων, των ασιατικών χωρών που εκτιμάται
ότι θα πρωτοστατήσουν στο επίπεδο της παραγωγής
πλούτου (ΑΕΠ) είναι η δημογραφία τόσο από την
άποψη του μεγέθους του πληθυσμού, όσο και από
την άποψη του νέου σε ηλικία εργατικού δυναμικού
(Διάγραμμα).
Αντίθετα σε
χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και
Ηνωμένο Βασίλειο) ο δημογραφικός παράγοντας ( η
νέα ηλικία του εργατικού δυναμικού) και η
συνεχής τεχνολογική καινοτομία στην αναπτυξιακή
διαδικασία εκτιμάται ότι δεν θα έχουν εξαιρετικό
ρόλο.
Των
Σάββα Γ.
Ρομπόλη, Ομότ. Καθηγητή Παντείου
Πανεπιστημίου
Βασίλειου
Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο
|