|
Αυτό το
ποσοστό αφορά μόνο τους εργαζόμενους και
χρησιμοποιείται για διεθνείς συγκρίσεις.
Αντίθετα, τα ποσοστά 21,0% και 20,3% που
αναφέρονται στον ελληνικό προϋπολογισμό αφορούν
το σύνολο των νοικοκυριών — δηλαδή μισθωτούς,
συνταξιούχους, αγρότες και αυτοαπασχολούμενους.
Μετά τις αλλαγές του 2026, το φορολογικό βάρος
του μέσου εργαζόμενου εκτιμάται ότι θα πέσει από
25,8% σε περίπου 25,1%, το χαμηλότερο επίπεδο
των τελευταίων ετών για τους μισθωτούς.
Από οριακές
ελαφρύνσεις έως και 72 ευρώ τον μήνα
Η μείωση
φόρων και εισφορών μεταφράζεται άμεσα σε
περισσότερο καθαρό εισόδημα. Ανάλογα με το ύψος
των αποδοχών, το όφελος κυμαίνεται από μερικά
ευρώ στα χαμηλότερα εισοδήματα έως και 72 ευρώ
τον μήνα για τις υψηλότερες κατηγορίες μισθών.
Κι εδώ
βρίσκεται η ανισορροπία πίσω από τη θετική
εικόνα: οι χαμηλόμισθοι και όσοι ζουν κοντά στο
όριο της φτώχειας θα δουν ελάχιστη πραγματική
διαφορά στην τσέπη τους, καθώς οι ελαφρύνσεις
στα πρώτα τεταρτημόρια φτάνουν μόλις 0,2 έως 0,3
ποσοστιαίες μονάδες. Με άλλα λόγια, οι πιο
ευάλωτοι κερδίζουν λιγότερα, ενώ η μεγαλύτερη
φορολογική ανακούφιση κατευθύνεται προς τα
μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα.
Οι
χαμηλόμισθοι και όσοι ζουν κοντά στο όριο της
φτώχειας θα δουν ελάχιστη πραγματική διαφορά
στην τσέπη τους
Στην Ευρώπη
των ανισοτήτων
Στην
υπόλοιπη Ευρώπη, η εικόνα παραμένει
ανομοιογενής. Το προσωπικό φορολογικό βάρος
κυμαίνεται από 15,6% στην Κύπρο έως 39,7% στο
Βέλγιο. Η Γερμανία βρίσκεται στο 37,4%, ενώ η
Ελλάδα, με νέο ποσοστό γύρω στο 25%,
κατατάσσεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο,
πιο κοντά σε χώρες όπως η Μάλτα και η Ολλανδία.
Η διαφορά είναι σημαντική, αλλά η σύγκριση
πρέπει να γίνει με προσοχή: σε πολλές από αυτές
τις χώρες, η υψηλή φορολογία συνοδεύεται από
αντίστοιχα υψηλότερες κοινωνικές παροχές — κάτι
που στην Ελλάδα παραμένει το αδύναμο σημείο.
Το θετικό
βήμα που δεν λύνει τα προβλήματα
Η
φορολογική ελάφρυνση του 2026 είναι ένα βήμα
προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά από μόνη της δεν
αρκεί. Η μείωση του μέσου φορολογικού βάρους,
όσο ευπρόσδεκτη κι αν είναι, δεν αντιμετωπίζει
τις δομικές ανισότητες του συστήματος. Το 2026
δείχνει να σηματοδοτεί μια παύση στην
υπερφορολόγηση και μια προσπάθεια εξισορρόπησης.
Όμως, το αν
αυτή η πολιτική θα πετύχει, δεν θα κριθεί από τα
ποσοστά, αλλά από το αν οι πολίτες θα αισθανθούν
ότι κάτι αλλάζει στην πράξη. Αν οι ελαφρύνσεις
περιοριστούν στους πίνακες, η «φορολογική ανάσα»
θα χαθεί μέσα στις αυξήσεις τιμών και στο κόστος
ζωής.
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο
|