|
Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος: Το σχέδιο των 28
σημείων και η απειλή για την ΕΕ
Αν θέλουμε
να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, τότε
μάλλον θα πρέπει να παραδεχτούμε πως από την
πρώτη μέρα της ρωσικής εισβολής στην
Ουκρανία, μια κατάληξη στη σύγκρουση σαν αυτή
που προτείνει το σχέδιο των 28 σημείων το οποίο
έχει καταθέσει η Ουάσιγκτον στο Κίεβο ήταν
εξαιρετικά πιθανή. Μπορεί ο ρωσικός στρατός να
γελοιοποιήθηκε χωρίς προηγούμενο –ξεφτιλίζοντας
παράλληλα τους απανταχού ρωσόφιλους οι οποίοι
έβλεπαν μια επέλαση του Βλαντιμίρ Πούτιν μέχρι
την ουκρανική πρωτεύουσα, και την υποδοχή του ως
ήρωα από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών
πολιτών– ωστόσο η ισορροπία των δυνάμεων στο
πεδίο δεν ήταν ποτέ δυνατό να γεφυρωθεί. Παρά
την άρρηκτη αμερικανική υποστήριξη επί της
θητείας του Τζο Μπάιντεν, αλλά και την
κλιμακούμενη υποστήριξη της πλειοψηφίας των
κρατών-μελών της ΕΕ, όπως και του Ηνωμένου
Βασιλείου, μετά το αρχικό σοκ, η Δύση σωστά δε
ρίσκαρε ποτέ έναν πιθανό –και άκρως επικίνδυνο–
εκτροχιασμό της σύγκρουσης, ο οποίος θα μπορούσε
να βυθίσει το σύνολο του διεθνούς συστήματος στο
χάος. Όπως και να τελειώσει ο ρώσο-ουκρανικός
πόλεμος, η Ιστορία θα γράψει πως ο στρατός των
ημι-ατάκτων Ουκρανών ρεζίλεψε στο πεδίο τις
ρωσικές ένοπλες δυνάμεις· το γεγονός πως το
σχέδιο των 28 σημείων προβλέπει την προσάρτηση
στη Ρωσική Ομοσπονδία ενός μεγαλύτερου τμήματος
της ανατολικής ουκρανικής επικράτειας από αυτό
που ελέγχουν σήμερα αποτελεί τη μέγιστη απόδειξη
αυτής της μαρτυρικά άβολης για το Κρεμλίνο
πραγματικότητας.
Από την
άλλη ωστόσο, ακριβώς λόγω της εύλογης απόφασης
της Δύσης να μη συγκρουστεί με τη Ρωσία
απευθείας, ρισκάροντας μια πυρηνική κλιμάκωση
των εχθροπραξιών, έφερε τελικά την ουκρανική
κυβέρνηση –και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι
προσωπικά– μπροστά σε μια αδύνατη επιλογή: όπως
το έθεσε και ο ίδιος, το Κίεβο καλείται να
επιλέξει ανάμεσα στην απώλεια της αξιοπρέπειάς
του και στην αποξένωσή του με τις ΗΠΑ. Δεδομένα,
η κρίσιμη μεταβλητή εδώ είναι η πίεση την οποία
ασκεί στο Κίεβο ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, ο
οποίος φαίνεται πως πλέον έχει προτεραιοποιήσει
τον τερματισμό του ρώσο-ουκρανικού πολέμου,
ακόμα και αν αυτός μπορεί αν εξασφαλιστεί μόνο
αν η ουκρανική κυβέρνηση αποδεχθεί μια σειρά
όρων στους οποίους καμία επικυρίαρχη κυβέρνηση
δε θα μπορούσε ποτέ να συνηγορήσει. Η καρατόμηση
της ουκρανικής επικράτειας, η εξαναγκαστική
συρρίκνωση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, και
η ρητή δέσμευση του Κιέβου πως θα αποκλειστεί
συνταγματικά οποιαδήποτε επιδίωξη μιας
μεταπολεμικής ένταξης στο ΝΑΤΟ αποτελούν μόνο
λίγες από τις πάγιες ρωσικές θέσεις, στις οποίες
επέμενε η Μόσχα από τον Φεβρουάριο του 2022
μέχρι σήμερα, γνωρίζοντας πως –αργά ή γρήγορα–
θα μπορούσε να απαιτήσει την εφαρμογή τους από
θέση ισχύος. Στην πραγματικότητα, η Ουκρανία
αποτελεί θύμα της γεωγραφίας της, και με
δεδομένο το πυρηνικό αξιόμαχο της Ρωσίας, ο
ρώσο-ουκρανικός πόλεμος δε θα μπορούσε παρά να
μετατραπεί σε μια σύγκρουση φθοράς, η οποία εκ
προοιμίου ευνοεί τη Μόσχα.
Το τι θα
πράξει ο Ζελένσκι το γνωρίζει μόνο ο ίδιος, και
σίγουρα κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη
θέση του. Ίσως το μόνο που έχει σημασία σήμερα
είναι να τονίσουμε το προφανές: πιστός στη
συνεπειοκρατική και συναλλακτική εξωτερική
πολιτική την οποία ασκεί από την επιστροφή του
στον Λευκό Οίκο και μετά, ο Τραμπ είναι πρόθυμος
να χαράξει τη βαθύτερη τομή αναφορικά με τη
προσέγγιση του Λευκού Οίκου προς την Ευρώπη στο
πλαίσιο του μετά-ψυχροπολεμικού πολιτικού
χρόνου, επιτρέποντας στη Ρωσία –την
επιθετικότερη αναθεωρητική δύναμη του διεθνούς
συστήματος– να καταγράψει με κάθε επισημότητα
μια τεράστια διπλωματική νίκη. Μέσω του σχεδίου
των 28 σημείων, η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση
αποδεικνύει την πρόθεσή της να αποδεχθεί τα
τετελεσμένα στο πεδίο, επιβραβεύοντας ατύπως τον
ρωσικό αναθεωρητισμό, σε μια πρωτοβουλία η οποία
δεν τιμά σε κανένα απολύτως επίπεδο την
–τουλάχιστον θεωρητική– μεταπολεμική προσήλωση
των ΗΠΑ στην αυτοδιάθεση των μελών του διεθνούς
συστήματος, και την προστασία της Δυτικής
Ευρώπης. Προφανώς, το ειδικό βάρος της Ρωσίας,
και ο κίνδυνος πρόκλησης μιας επικινδυνότερης
σύρραξης, είναι εκείνο το οποίο ανάγκασε
τον Λευκό Οίκο να παρακολουθήσει από απόσταση
τις ρωσικές επελάσεις στη Γεωργία το 2008, και
την Κριμαία το 2014· όμως, ούτε ο υιός Τζορτζ
Μπους, ούτε ο Μπαράκ Ομπάμα, δεν θα τολμούσαν
ποτέ να επιβραβεύσουν επισήμως τον ρωσικό
επεκτατισμό.
Φυσικά, η
προσέγγιση του Τραμπ επί του θέματος δε θα
έπρεπε να σοκάρει κανέναν. Αντιθέτως, μπορεί
κανείς να δώσει στον Αμερικανό Πρόεδρο πως είναι
απολύτως ειλικρινής σε ό,τι αφορά την πρόθεσή
του να τερματίσει τον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, και
ίσως ακόμα και να εκθειάσει τον στυγνό ρεαλισμό
του· κανείς δε μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει μέσα
στο μυαλό του, όμως η επεξεργασία και η σύναψη
του ρώσο-αμερικανικού σχεδίου των 28 σημείων
είναι συνεπής με την αρχική του θέση αναφορικά
με τον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο: κάποια στιγμή, το
Κίεβο θα αναγκαστεί να αποδεχθεί την
πραγματικότητα, και να υπογράψει μια αντίστοιχη
συνθήκη. Αυτός είναι ο Τραμπ και δεν πρόκειται
να αλλάξει στα γεράματα, ενώ οποιουδήποτε
δεοντολογικού τύπου καταγγελία του σχεδίου, όσο
εύλογη και αν είναι σε αξιακό επίπεδο, σήμερα
φλερτάρει με τα όρια της γραφικότητας· όταν
καταθέτεις τους συγκεκριμένους όρους σε μια
αυτοτελή κυβέρνηση η οποία βρίσκεται σε μια
άνιση σύγκρουση επί σχεδόν τέσσερα έτη, μάλλον
δε μιλάνε ιδιαίτερα μέσα σου οι δεοντολογικές
διδαχές του αποστολικού αμερικανικού
εξαιρετισμού, και των δεοντολογικών αρχών της
δημοκρατίας και του διεθνούς δικαίου. Εκεί
ακριβώς βρίσκεται και η παγίδα για την Ευρώπη:
το γεγονός και μόνο πως η Ουάσιγκτον προτείνει
–σε συνεργασία με τη Μόσχα– το συγκεκριμένο
σχέδιο στο Κίεβο οφείλει να οδηγήσει τις
Βρυξέλλες στη μόνη συνειδητοποίηση η οποία θα
εξυπηρετήσει πλέον την ΕΕ σε βάθος χρόνου: η
ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και
αμυντικής αυτονομίας δεν αποτελεί πλέον
στρατηγική επιλογή, αλλά υπαρξιακό αυτοσκοπό,
από τον οποίο δεν έχει καμία πολυτέλεια να
παρεκκλίνει.
Για τις
Βρυξέλλες, όλη η ουσία βρίσκεται στο 11ο άρθρο
του σχεδίου το οποίο έχει κατατεθεί στο Κίεβο, η
οποία προβλέπει πως, παρά τα μύρια όσα στα οποία
θα πρέπει να συνηγορήσει η ουκρανική κυβέρνηση,
εντούτοις θα μπορεί να διεκδικήσει την ένταξη
της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, σε ένα σχέδιο
όπου προβλέπεται η απόσχιση του μεγαλύτερου
τμήματος της ανατολικής ουκρανικής επικράτειας,
η συρρίκνωση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, η
συνταγματική δέσμευση της μη ένταξης στο ΝΑΤΟ,
εντούτοις η ενταξιακή πορεία της Ουκρανίας στην
ΕΕ γίνεται αποδεκτή –από τη Μόσχα– άνευ όρων. Το
μόνο συμπέρασμα εδώ –το οποίο θα έπρεπε να
προβληματίζει εντόνως την Ευρωπαϊκή Κομισιόν–
είναι πως ο Πούτιν δεν τρέφει την παραμικρή
εκτίμηση στην πολιτική Ευρώπη και, κυρίως, πως
εκείνη δεν του προκαλεί οποιοδήποτε δέος,
ακριβώς γιατί παραμένει απολύτως ξεδοντιασμένη
σε στρατηγικό επίπεδο. Το γεγονός πως το σχέδιο
των 28 σημείων, το οποίο αυταπόδεικτα προσβλέπει
στη μεγαλύτερη δυνατή αποδυνάμωση της Ουκρανίας
στο διηνεκές, επιτρέπει παράλληλα στο Κίεβο να
διεκδικήσει την ένταξή του στην ΕΕ λέει
περισσότερα για τις Βρυξέλλες, παρά για τη
Μόσχα: παρότι η πολιτική Ευρώπη αποτελεί μια
αδιαμφησβήτητη οικονομική υπερδύναμη λόγω του
μεγέθους της Κοινής Αγοράς, εντούτοις δεν
τρομάζει απολύτως κανέναν σε γεωπολιτικό
επίπεδο, πόσο μάλλον δε τη Ρωσία, η οποία έχει
αποδείξει επανειλημμένα την πρόθεσή της να
αναμειχθεί τόσο στις Βρυξέλλες, όσο όμως και στα
πολιτικά συστήματα σχεδόν του συνόλου των
κρατών-μελών της ΕΕ.
Αυτονοήτως,
λοιπόν, και ανεξάρτητα με την υπογραφή ή μη του
σχεδίου των 28 σημείων από την ουκρανική
κυβέρνηση, η κατάθεση του και μόνο εκ μέρους της
Ουάσιγκτον και της Μόσχας φέρνει τις Βρυξέλλες
–μαζί με το Λονδίνο– αντιμέτωπες με τον εαυτό
τους. Σε βάθος χρόνου, η διαμόρφωση ενός
πλαισίου το οποίο θα ισχυροποιήσει το
γεωπολιτικό αποτύπωμα της ΕΕ –και των τρίτων
ευρωπαϊκών χωρών– πρέπει να αποτελέσει τη μόνη
πραγματική στρατηγική προτεραιότητα, καθώς μόνο
αυτό θα επιτρέψει στην πολιτική Ευρώπη να
επιβιώσει στο διηνεκές. Σε πρακτικό επίπεδο, η
ενίσχυση τόσο της σκληρής, όσο και της ήπιας
ισχύος της Ευρώπης είναι απολύτως απαραίτητες·
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η διαμόρφωση μιας
κοινής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και η άμεση
ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των ευρωπαϊκών
ενόπλων δυνάμεων, αποτελούν τις μόνες δικλείδες
ασφαλείας για την πολιτική Ευρώπη, καθώς κανείς
δεν θα μπορεί να υπολογίζει σε μια
δημοκρατικοποίηση της Ρωσίας, ακόμα και στη
μετά-Πούτιν εποχή. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ όμως
δεν είναι η ιστορική νομοτέλεια της επιθετικής
προς την Ευρώπη ρωσικής εξωτερικής πολιτικής,
αλλά η εξαιρετικά πιθανή εδαφοποίηση μιας αξιακά
ουδέτερες αμερικανικής προσέγγισης υπέρ της
ευρωπαϊκής επικυριαρχίας. Δε θα πρέπει κανείς να
υποτιμήσει πως ο Τραμπ, ακριβώς λόγω της
νέο-απομονωτικής εξωτερικής και προστατευτικής
εμπορικής πολιτικής την οποία έχει υιοθετήσει,
στην πράξη γαλουχεί έναν νέο τρόπο αντίληψης του
ρόλου της Ουάσιγκτον εντός του διεθνούς
συστήματος, ο οποίος απειλεί να στερήσει από την
πολιτική Ευρώπη τη σημαντικότερη συνθήκη η οποία
τής επέτρεψε να υπάρξει: τη διαβεβαίωση πως οι
ΗΠΑ θα είναι πάντα εκεί για εμάς.
Όλο το
πιάνουμε, και ξανά το αφήνουμε, αλλά η θεώρηση
του Φράνσις Φουκουγιάμα πως το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου ταυτίστηκε ουσιαστικά με το Τέλος της
Ιστορίας της σύγκρουσης μεταξύ των διαφορετικών
κοινωνικών συστημάτων, με τη φιλελεύθερη
δημοκρατία να επικρατεί εν τέλει του αυταρχισμού
–σοβιετικού και μη– εξακολουθεί να είναι
καθημερινά αντικείμενο τόσο φιλοσοφικής, όσο και
εφαρμοσμένης πολιτικής αναζήτησης. Εφόσον το
σχέδιο των 28 σημείων υιοθετηθεί –έστω και με
μερικές μικρές τροποποιήσεις– ο μόνος που θα
μπορεί να ισχυριστεί πως βγήκε κερδισμένος θα
είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος θεωρεί πως η
κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποτελεί τη μεγαλύτερη
καταστροφή του 20ού αιώνα. Ειρωνικά, επίσης,
πίσω στο 1992 όταν ο Φουκουγιάμα κήρυξε το Τέλος
της Ιστορίας, είχε αναφερθεί συγκεκριμένα στον
Ντόναλντ Τραμπ στο ομώνυμο βιβλίο ως ένα
αρχετυπικό παράδειγμα μεγαλοθυμικού ανδρός, ενός
προσώπου δηλαδή του οποίου η προσωπική επιθυμία
ώστε να κυριαρχήσει –χωρίς να έχει απαραιτήτως
τους πιο σοβαρούς ή παραγωγικούς για το
κοινωνικό σύνολο σκοπούς– μπορεί να το κάνει
άνετα στον νέο πολιτικό χρόνο ο οποίος ξημέρωνε
μετά την υποστολή της κόκκινης σημαίας στο
Κρεμλίνο. Σήμερα, ο Τραμπ αποτελεί τον δις
δημοκρατικά εκλεγμένο Πρόεδρο των ΗΠΑ, και ο
Πούτιν βρίσκεται μια ανάσα από μια ιστορική –και
επισήμως αναγνωρισμένη με το έτσι θέλω– επέκταση
της ρωσικής σφαίρας επιρροής, ως άλλος Ιβάν ο
Τρομερός, και Ιωσήφ Στάλιν· αν όντως η
φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελεί το Τέλος της
Ιστορίας, τότε το βάρος της απόδειξης της θέσης
του Φουκουγιάμα ενδεχομένως να πέσει τελικά στην
Ευρώπη.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|