|
Το τέλος
του διπολικού κόσμου προκάλεσε μεγάλης κλίμακας
αλλαγές στον παγκόσμιο καταμερισμό της ισχύος
τροφοδοτώντας με αστάθεια το διεθνές σύστημα και
συνακόλουθα ενισχύοντας τις τάσεις εσωστρέφειας
των κρατών. Πρόκειται για τη γνωστή «παγίδα του
Κίντλμπεργερ», όπου τα κενά ισχύος προκαλούν
ανταγωνισμούς και ενίοτε οδηγούν σε συγκρούσεις.
Ειδικότερα, ο Αμερικανός ιστορικός Τσαρλς
Κίντλμπεργκερ κατέδειξε ότι στη δεκαετία του
1930 η μη αντικατάσταση της Βρετανίας ως
παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονικής δύναμης από
κάποια άλλη οδήγησε στον περιορισμό των
εμπορικών συναλλαγών και τελικά στην κατάρρευση
του διεθνούς οικονομικού συστήματος.
Στις μέρες
μας η μετατόπιση της οικονομικής ισχύος προς την
Ασία, η εθνική αναδίπλωση των ΗΠΑ, η πολύχρονη
στασιμότητα στις πολυμερείς εμπορικές
διαπραγματεύσεις, η κρίση του Παγκόσμιου
Οργανισμού Εμπορίου, οι μεγα-τάσεις που
εξελίσσονται σε μεγα-απειλές (ραγδαία
τεχνολογική εξέλιξη, κλιματική αλλαγή)
λειτουργούν αποσταθεροποιητικά. Αναμενόμενα σε
αυτό το περιβάλλον τα ζητήματα της οικονομικής
ασφάλειας αρχίζουν να βαρύνουν ολοένα και
περισσότερο. Οι οικονομικές αλληλεξαρτήσεις
εργαλειοποιούνται και οι αγορές μετατρέπονται σε
εμπόλεμες ζώνες. Οπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί,
στο τρίγωνο που ορίζεται από την οικονομική
αλληλεξάρτηση, την οικονομική ασφάλεια και τους
γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς μπορούν κάθε φορά να
συνδυαστούν μόνον οι δύο πλευρές (Edward
Fishman,
Chokepoints:
How
the
Global
Economy
Became
a
Weapon
of
War,
2025).
Οι
δασμολογικοί ανταγωνισμοί των ημερών μας
αποτελούν μόνο μία διάσταση της κρίσης του
διεθνούς οικονομικού συστήματος. Στην
πραγματικότητα οι δασμολογικοί περιορισμοί
χρησιμοποιούνται ως ακόμη ένα εργαλείο
οικονομικής ισχύος. Μέσα οικονομικής διπλωματίας
(economic
statecraft) όπως οι
δασμοί, οι περιορισμοί εξαγωγών, οι κυρώσεις, ο
έλεγχος των άμεσων ξένων επενδύσεων, ο έλεγχος
των εφοδιαστικών αλυσίδων χρησιμοποιούνται
ολοένα και περισσότερο με στόχο την ενίσχυση της
οικονομικής ασφάλειας.
Σήμερα δεν
μπορούμε να μιλάμε για αμοιβαία επωφελή
αλληλεξάρτηση (reciprocal
dependence), αλλά
περισσότερο για «εργαλειοποιημένη αλληλεξάρτηση»
(weaponized
interdependence) σύμφωνα
με τους πολιτικούς επιστήμονες Χένρι Φάρελ και
Αμπραχαμ Νιούμαν.
Η
οικονομική αβεβαιότητα λειτουργεί περισσότερο
διαλυτικά και αποσταθεροποιητικά όταν
αλληλεπιδρά με τη γεωπολιτική. Για παράδειγμα, ο
Δείκτης Γεωπολιτικού Ρίσκου έφτασε τον Μάρτιο
του 2022 κατά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
στην υψηλότερη τιμή του μετά τις επιθέσεις στους
Δίδυμους Πύργους και έκτοτε παραμένει σε αυτά τα
επίπεδα. Υπολογίζεται ενδεικτικά ότι τα
επεισόδια γεωπολιτικών εντάσεων περιορίζουν το
διεθνές εμπόριο κατά 20%-30%, κάτι που
αντιστοιχεί σε αύξηση δασμών κατά 11% (G.
Gopinath,
P.-O.
Gourinchas,
A.
Presbitero
and
P.
Topalova, “A
New
Cold
War?
How trade and investment linkages are changing”,
IMF Working Papers, April 2024).
Η έννοια
της «γεωπολιτικής απόστασης» έχει εδώ κεντρική
σημασία. Με άλλα λόγια, όσο αυξάνεται η
γεωπολιτική απόσταση ανάμεσα στα κράτη τόσο
περιορίζονται οι οικονομικές τους συναλλαγές. Σε
αυτή την περίπτωση οι κυβερνήσεις και οι
επιχειρήσεις επιλέγουν να επαναπατρίσουν την
παραγωγή τους (reshoring),
να ενισχύσουν την περιφερειακή συνεργασία με
γειτονικές χώρες (nearshoring)
ή να ενδυναμώσουν τις οικονομικές σχέσεις τους
με φιλικές χώρες (friendshoring).
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη
μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μια
αύξηση κατά 10% της γεωπολιτικής απόστασης
ανάμεσα σε δύο κράτη, υπολογιζόμενη με βάση τα
ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων
Εθνών την περίοδο 2021-2022, μειώνει τις
εμπορικές ροές τους κατά 2,5% (C.
Bosone
and
G.
Stamato, “Beyond
borders:
how
geopolitics
is
reshaping
trade”,
Working
Paper
Series
No.
2960).
Η πρόσφατη
συμφωνία-πλαίσιο ΗΠΑ – Ε.Ε. για τους δασμούς και
ειδικότερα η στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρέπει
να ιδωθεί μέσα από το συνολικό πρίσμα της
διατήρησης (κάποιων) κανόνων εντός ενός
συστήματος που (φαίνεται να) λειτουργεί χωρίς
κανόνες, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη του
περιορισμούς οικονομικής (και γεωπολιτικής)
ασφάλειας. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
αποτέλεσε το σημείο καμπής καθιστώντας
επιτακτική την αναπροσαρμογή της στρατηγικής της
Ε.Ε.
Η Ευρώπη
αναμφίβολα διαθέτει σημαντικές δυνατότητες
οικονομικής ισχύος, αδυνατεί όμως να τις
μετασχηματίσει σε πολιτική ισχύ καθώς στερείται
της απαιτούμενης θεσμικής ικανότητας. Η
υφιστάμενη θεσμική αρχιτεκτονική, οι σύνθετες
διαδικασίες λήψης απόφασης καθώς και οι
πολιτικές ισορροπίες των κρατών-μελών συχνά δεν
επιτρέπουν την υιοθέτηση ευέλικτων πολιτικών,
ακόμη και υφιστάμενων εργαλείων, όπως για
παράδειγμα ο ουσιαστικά ανενεργός Μηχανισμός
κατά του Οικονομικού Εξαναγκασμού (Anti-Coersion
Mechanism).
Ωστόσο, το
υπό διαμόρφωση νέο οικονομικό περιβάλλον αφήνει
σημαντικά περιθώρια για νέες λειτουργικές δομές
διεθνούς συνεργασίας. Αν και φαντάζει αδύνατο να
επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση, η
αλληλεξάρτηση είναι αναπόφευκτη. Η Ε.Ε.
ακολουθώντας την πολιτική της «ανοιχτής
στρατηγικής αυτονομίας» (που περιορίζει τις
επισφαλείς οικονομικές εξαρτήσεις χωρίς να
απομονώνεται) πρέπει να στοχεύσει σε συνεργασίες
με χώρες που μοιράζεται κοινούς στόχους και
αξίες, συμβάλλοντας μακροπρόθεσμα σε μια νέα,
ανοιχτή, παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική και
διασφαλίζοντας μεσοπρόθεσμα τα οικονομικά της
συμφέροντα.
*Ο κ.
Δημήτρης Σκάλκος είναι γενικός γραμματέας
Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Εξωστρέφειας στο
υπουργείο Εξωτερικών και πρόεδρος της
Enterprise
Greece.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής.
|