|
Η σύνδεση
της αναγκαίας νέας ολοκληρωµένης στρατηγικής
απασχόλησης για την στήριξη ενός νέου
παραγωγικού µοντέλου στην Ελλάδα µε τους θεσµούς
των εργασιακών σχέσεων, όπως οι συλλογικές
διαπραγματεύσεις,
έχει
επισημανθεί ως ανάγκη από ετών, στην Έκθεση του
ILO για την Ελλάδα υπό
τον τίτλο «Παραγωγικές θέσεις εργασίας
για την Ελλάδα». Καίτοι
παρήλθαν δέκα έτη από την κατάθεσή της στην
Ελληνική Κυβέρνηση, δέκα
έτη κατά τα οποία παρέμεινε πλήρως αναξιοποίητη,
παραμένει εξίσου πλήρως επίκαιρη προς
αξιοποίηση, δεδομένου ότι και η αλλαγή του
παραγωγικού μοντέλου μένει ως μια κρίσιμη
εκκρεμότητα.
Ασφαλές
πλαίσιο αρχών για τις συλλογικές
διαπραγµατεύσεις προσφέρουν οι σχετικοί Διεθνείς
Κανόνες και οι κυρωµένες στην Ελλάδα Διεθνείς
Συµβάσεις του
ILO
για τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις, οι οποίες
είναι:
– Η Σύµβαση
για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την
προστασία του δικαιώµατος οργάνωσης, 1948 (αρ.
87).
– Η Σύµβαση
για το δικαίωµα οργάνωσης και συλλογικών
διαπραγµατεύσεων, 1949 (αρ. 98).
– Η Σύµβαση
Συλλογικών Διαπραγµατεύσεων, 1981 (αρ. 154).
– Η Σύµβαση
Τριµερούς Διαβούλευσης (Διεθνών Προτύπων
Εργασίας), 1976 (αρ. 144).
Το
ILO
σηµειώνει συστηµατικά ότι η Σύµβαση αριθ. 154
πρέπει να εξετάζεται µαζί µε τη συνοδευτική
Σύσταση Συλλογικών Διαπραγµατεύσεων, 1981 (αρ.
163), και την Σύσταση για τις Συλλογικές
Συµβάσεις, 1962 (Αρ. 91).
Η Ελλάδα
δεν έχει επικυρώσει ούτε τη Σύµβαση για τον
Μηχανισµό Καθορισµού Κατωτάτου Μισθού, 1928 (αρ.
26), ούτε τη Σύµβαση για τον Καθορισµό του
Κατωτάτου Μισθού, 1970 (αρ. 131).
To
ILO
θεωρεί ότι αυτές οι Συµβάσεις παρέχουν
καθοδήγηση σχετικά µε το σχεδιασµό και την
εφαρµογή συστηµάτων κατωτάτου µισθού. Οι
κατώτατοι µισθοί µπορούν να διαδραµατίσουν
σηµαντικό ρόλο µαζί µε τις συλλογικές
διαπραγµατεύσεις και άλλους θεσµούς και
πολιτικές της αγοράς εργασίας, ώστε να
επιτυγχάνεται ένας αποτελεσµατικός συνδυασµός
της προστασίας της εργασίας με την ευελιξία.
Η Ελλάδα,
για λόγους ακατανόητους, δεν επικυρώνει την
Σύµβαση για τον Καθορισµό του Κατωτάτου Μισθού,
η οποία καίτοι του 1970, παραμένει επίκαιρη
για δύο λόγους. Πρώτον, «επιβάλλει» την
ισορροπία
κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων (βλ.
παραγωγικότητα)
στον καθορισμό των μισθών. Δεύτερον, αποτελεί
την βάση, το εφαλτήριο, της νέας διεθνούς
πρωτοβουλίας
«ILO
programme
on
living
wages»
που ανέλαβαν από κοινού, προ μηνός,
ILO,
ITUC (Διεθνής Ένωση
Συνδικάτων) και
IOE
(Διεθνής Ένωση Εργοδοτικών Ενώσεων).
Επίσης, για
την εφαρμογή ενός ασφαλούς πλαισίου αρχών στην
χώρα μας,
πρέπει
να λαμβάνονται υπόψιν τα πάντοτε επίκαιρα
Συμπεράσματα
της Επιτροπής για την Εφαρµογή των Διεθνών
Κανόνων Εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας
και της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας τον Ιούνιο
του 2018 «Περί εφαρµογής των αρχών του
δικαιώµατος οργανώσεως και συλλογικής
διαπραγµατεύσεως, 1949 (αρ.98), στην Ελλάδα»
όπου η Κυβέρνηση κλήθηκε να:
«1. Εξασφαλίσει
ότι η µονοµερής προσφυγή στην υποχρεωτική
διαιτησία ως µέσο αποφυγής των ελευθέρων και
εθελοντικών συλλογικών διαπραγµατεύσεων
προβλέπεται µόνο σε πολύ περιορισµένες
περιπτώσεις.
Εξασφαλίσει ότι οι Δηµόσιες Αρχές απέχουν από
πράξεις παρέµβασης, οι οποίες περιορίζουν το
δικαίωµα για ελεύθερες και εθελοντικές
συλλογικές διαπραγµατεύσεις ή εµποδίζουν την
νόµιµη άσκησή τους».
Με αφορμή
επίσης την προσφάτως ενσωματωμένη
Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς
κατωτάτους μισθούς στην ελληνική νομοθεσία
δημιουργήθηκε μία νέα πρόκληση
προς ρύθμιση. Το μοναδικό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
στην Ευρώπη και διεθνώς,
παράδοξο,
μία χώρα – η Ελλάδα- που επιθυμεί
να συζητά
για
τις συλλογικές
διαπραγματεύσεις και να εφαρμόζει την
Ευρωπαϊκή
Οδηγία 2022/2041, να έχει αυτοεξαιρεθεί, και να
αποκλίνει ρητά, από τους θεμελιώδεις κανόνες του
«κοινοτικού κοινωνικού κεκτηµένου» για τις
εργασιακές σχέσεις και τις συλλογικές
διαπραγματεύσεις επί των οποίων εδράζεται και η
Ευρωπαϊκή Οδηγία. Εν προκειμένω του
Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
Η Ελλάδα
είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και
στην Ευρώπη η οποία έχει ρητά αυτοεξαιρεθεί,
κατά την νοµοθετική «Κύρωση του Αναθεωρηµένου
Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη» που είχε υιοθετηθεί
στις 3 Μαΐου 1996, και κυρώθηκε στην Ελλάδα το
2016 (Ν. 4359/2016), από τις διατάξεις του
άρθρου 6 (που αφορά τα δικαιώµατα στις
συλλογικές διαπραγµατεύσεις) παρ. 3 (που αφορά
την υποχρέωση «να προωθείται η δηµιουργία και η
χρήση κατάλληλων µηχανισµών συµβιβασµού και
εθελοντικής διαιτησίας για τη διευθέτηση των
εργασιακών διαφορών»).
Οι διεθνείς
κανόνες του
ILO
τόσο
στις ρυθμίσεις τους, όσο και με συγκεκριμένες
αποφάσεις για την Ελλάδα,
και
οι ευρωπαϊκοί κανόνες του Αναθεωρημένου
Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη αποτελούν την
αφετηρία και ορίζουν τις θεμελιώσεις
προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συστημάτων
συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και η Ελλάδα
αποκλίνει από αυτά. Ο λόγος
που η Ελλάδα
αποκλίνει και αυτοεξαιρείται, αντιστοίχως, είναι
η κληρονομιά
ενός
συστήματος μονομερούς υποχρεωτικής διαιτησίας το
οποίο εφαρµόζεται στην Ελλάδα. Κληρονοµιά µιας
κλειστής και προστατευµένης Οικονοµίας και µιας
δυσλειτουργικής και αναποτελεσµατικής ρύθµισης
των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, που έχει
μείνει
πίσω αρκετές δεκαετίες. Ο λόγος που η
εφαρμοζόμενη πολιτική στην Ελλάδα
εξακολουθεί να αποκλίνει, είναι η αδυναμία
κατανόησης και σύνδεσης
των αναγκών ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στην
Ελλάδα µε τους θεσµούς των εργασιακών σχέσεων.
Παρά
την κύρωση των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας, έστω
όσων έχουν κυρωθεί, παρά την ένταξη της Ελλάδος
στην ΕΟΚ, στην ΕΕ, στην ΟΝΕ κ.λπ., η προσαρμογή
στα διεθνή πρότυπα εργασίας και στο «κοινοτικό
κοινωνικό κεκτηµένο», συστατικό του οποίου είναι
και οι βασικές προδιαγραφές του Αναθεωρηµένου
Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη παρέμεινε και
παραµένει µία εκκρεµότητα.
Η
αναγκαία νέα ολοκληρωµένη στρατηγική απασχόλησης
και εργασιακών
σχέσεων για την στήριξη ενός νέου παραγωγικού
µοντέλου στην Ελλάδα προϋποθέτει, μεταξύ άλλων,
την αξιοποίηση των
κανόνων
και των αποφάσεων (ενδεχομένως και της τεχνικής
βοήθειας) του
ILO,
και την
πλήρη, και νομοθετική,
ευθυγράμμιση με τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό
Κοινωνικό Χάρτη όσον αφορά τις συλλογικές
διαπραγματεύσεις.
Άλλως η ελληνική περίπτωση θα
αποτελεί ένα
μοναδικό παράδοξο στην ΕΕ.
Και
η συζήτηση
για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής
οικονομίας, με προτεραιότητα
στους παραγωγικούς εξωστρεφείς
κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και
υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας,
και την ευημερία της
ελληνικής κοινωνίας θα παραμείνει μια συζήτηση
χωρίς αποτέλεσμα.
* Ο κ .
Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος,
μέλος ΔΣ
του
ILO.
Πρώτη
δημοσίευση στο
Money
Review
|