|
Η χώρα μας
πλέον κινείται σαφώς σε ρυθμούς… Βαλκανίων,
καθώς όλο και πιο πολλές στατιστικές τη φέρνουν
κοντά στη Βουλγαρία και εσχάτως πίσω από τη
Ρουμανία!
Σε σχέση με
τους υψηλότερους μισθούς στην ΕΕ, ο μέσος μισθός
στην Ελλάδα ήταν 4,5 φορές χαμηλότερος από τον
αντίστοιχο του Λουξεμβούργου και 3,4 φορές
χαμηλότερος από της Ιρλανδίας.
Εδώ να
θυμίσουμε ότι το ΙΝΕ ΓΣΕΕ με την τελευταία του
ετήσια έκθεση για την οικονομία, επισήμανε ότι
την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος
πραγματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά
32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωση
διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου
ετήσιου πραγματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία
2023-2024. Επίσης τόνιζε ότι το 2024 το ποσοστό
σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των
μισθωτών ανήλθε στη χώρα μας στο 8,8%, έναντι 8%
το 2023 και 3,8% στο σύνολο της ΕΕ και ότι το
ποσοστό αυτό ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ,
με την Ελλάδα να καταγράφει καλύτερη επίδοση
–ξανά- μόνο σε σύγκριση με τη Βουλγαρία!
Πρόσφατα σε
έκδοσή του το Κέντρο Προγραμματισμού και
Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σημείωνε ότι
αυξάνονται οι μισθολογικές ανισότητες στην
Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με
βάση στοιχεία του 2022 τα οποία έδειχναν ότι η
μισθολογική κατάσταση των ελληνικών περιφερειών
επιδεινώθηκε αισθητά, με σαφή απόκλιση από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Μάλιστα
επισήμανε εμφατικά ότι «η συνολική θέση της
Ελλάδας έχει πλέον μετατοπιστεί προς την
κατηγορία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης»
υπογραμμίζοντας ότι «αυτές οι χώρες από το 2022
έχουν βελτιωθεί σημαντικά και σε πολλές
περιπτώσεις την έχουν ξεπεράσει»!
Μεταξύ των
237 περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ27), οι
ελληνικές καταλαμβάνουν πλέον τις τελευταίες
θέσεις ως προς το επίπεδο του μέσου μισθού.
Αποκαλυπτική της ένδειας που βιώνουν όμως και οι
νεότερες γενιές στη χώρα μας ήταν και μια άλλη
σημαντική έρευνα των τελευταίων ημερών, αυτή του
ΙΝΕ ΓΣΕΕ που αφορούσε στη γενιά Ζ ή generation
Z.
Σύμφωνα
λοιπόν με την έρευνα αυτή, το 70% των νέων
εργαζόμενων ηλικίας έως 28 ετών δηλώνει ότι τα
εισοδήματά του δεν επαρκούν για τις βασικές
ανάγκες και το 62% αναγνωρίζει οικονομική
εξάρτηση από τους γονείς. Μόλις το 20% εξ αυτών
δηλώνουν ότι ζουν μόνοι τους. Το 45% των νέων
εξακολουθούν να ζουν με την οικογένειά τους (το
ποσοστό αυτό γι’ αυτούς που εργάζονται με μερική
απασχόληση ανεβαίνει στο 65%) και το 30% με φίλο
ή σύντροφο. Μόλις το 30% συμβάλλει οικονομικά
στο ενοίκιο ή στα έξοδα στέγασης.
Μάλιστα η
νέα γενιά εργαζομένων βιώνει μια παράταση της
εξάρτησης από την οικογένεια που δεν είναι
επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Προφανώς αυτό το
φαινόμενο συνδέεται με χαμηλούς μισθούς, ακριβή
στέγαση και κοινωνικό κράτος που είναι γενικά
ανύπαρκτο και πολλές βασικές ανάγκες και
υπηρεσίες (π.χ. ιατρικές, εκπαιδευτικές κ.α. )
καλύπτονται με ίδια έξοδα. Μέσα σε ένα τέτοιο
καθεστώς εργασίας πώς είναι δυνατόν να μιλάμε
στα σοβαρά για επίλυση του δημογραφικού
προβλήματος με τα διάφορα αποσπασματικά ημίμετρα
που παρουσιάζουν κατά καιρούς οι διάφοροι
κυβερνώντες;
Δημήτρης
Σταμούλης (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
|