|
Η υπόθεση
Μαρίν Λεπέν και οι επιπτώσεις της
Tο τριμελές
ποινικό δικαστήριο, του οποίου προήδρευε η
Bénédicte de Perthuis, καταδίκασε τη Μαρίν Λεπέν
για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Η απόφαση, που
εκτείνεται σε 150 σελίδες, περιλαμβάνει φυλάκιση
πέντε ετών (τα δύο χωρίς αναστολή, αλλά έξω από
τα σίδερα, με ηλεκτρονικό βραχιολάκι: γελοία
πράγματα), πρόστιμο 100.000 ευρώ και πενταετή
στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι με άμεση
ισχύ. Η υπόθεση αφορά ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους
4,6 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία αν και
προορίζονταν για την πληρωμή των γραμματέων των
ευρωβουλευτών, φαίνεται ότι διοχετεύτηκαν στη
χρηματοδότηση του κόμματος. Οι φανταστικοί
βοηθοί υποτίθεται ότι εργάζονταν στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, αλλά στην
πραγματικότητα απασχολούνταν από την Εθνική
Συσπείρωση στα γραφεία της στην Ναντέρ. Μαζί με
τη Λεπέν, καταδικάστηκαν 25 συγκατηγορούμενοι,
μεταξύ των οποίων οκτώ πρώην ευρωβουλευτές του
κόμματος, καθώς και το ίδιο το κόμμα, στο οποίο
επεβλήθη πρόστιμο δύο εκατομμυρίων ευρώ.
Όπως
συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η Μαρίν Λεπέν
άσκησε έφεση. Οι «τέτοιες περιπτώσεις» είναι
συχνές παντού και ίσως παραμένουν ατιμώρητες·
στη Γαλλία πάντως, αν και κάθε φορά που κάποιος
πολιτικός κάνει παρατυπίες πιστεύει πως θα τη
γλιτώσει, στο τέλος δεν τη γλιτώνει. Υπενθυμίζω
μερικές πρόσφατες «τέτοιες περιπτώσεις»: ο πρώην
πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί καταδικάστηκε για
δωροληψία και χρηματοδότηση προεκλογικής
εκστρατείας με παράνομα μέσα (π.χ. υπόθεση
Bygmalion)· ο πρώην πρόεδρος Ζακ Σιράκ
καταδικάστηκε για παράνομες προσλήψεις όταν ήταν
δήμαρχος Παρισιού· ο πρώην πρωθυπουργός Φρανσουά
Φιγιόν καταδικάστηκε για πλασματική απασχόληση
της συζύγου του ως δημοτική σύμβουλο και για
δωροληψία (ένας μεγαλοεπιχειρηματίας τού χάρισε
κοστούμια αξίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ: το εν
λόγω γεγονός, που εμείς οι Έλληνες θα κρίναμε
ασήμαντο, θεωρήθηκε ένδειξη απουσίας ήθους,
ιδιαίτερα για έναν πολιτικό που προέβαλε την
εικόνα του έντιμου και αυστηρού στα θέματα των
δημοσίων δαπανών)· ο πρώην δήμαρχος του
Levallois-Perret (προάστιο του Παρισιού) Πατρίκ
Μπαλκανί φυλακίστηκε μαζί με τη γυναίκα του για
φοροδιαφυγή, ξέπλυμα χρήματος και απόκρυψη
περιουσιακών στοιχείων· ο πρώην υπουργός
Προϋπολογισμού Jérôme Cahuzac μπήκε στη φυλακή
για τρία χρόνια με την κατηγορία της
φοροδιαφυγής μέσω offshore. Το 2004, ο πρώην
πρωθυπουργός Αλέν Ζυπέ καταδικάστηκε για εμπλοκή
σε υπόθεση παράνομων προσλήψεων στο Δημαρχείο
του Παρισιού στη δεκαετία του 1980 και στις
αρχές του 1990: όταν κρίθηκε ένοχος για τη
δημιουργία εικονικών θέσεων εργασίας, μέσω των
οποίων διοχετεύονταν δημόσια χρήματα προς το
κόμμα του (το RPR: Rassemblement pour la
République), το δικαστήριο του επέβαλε ποινή
φυλάκισης 18 μηνών με αναστολή και στέρηση
πολιτικών δικαιωμάτων για 10 χρόνια. Καθώς, το
Εφετείο μείωσε τη διάρκεια της στέρησης των
πολιτικών δικαιωμάτων σε ένα έτος, ο Ζυπέ
επέστρεψε στην πολιτική και διετέλεσε, μεταξύ
άλλων, υπουργός Εξωτερικών και δήμαρχος του
Μπορντό. Στον 20ό και 21ο αιώνα πάνω από μια
ντουζίνα πολιτικοί αυτοκτόνησαν μετά από
κατηγορίες για διαφθορά και σκάνδαλα: μεταξύ
αυτών ήταν ένας δήμαρχος της Λιλ (1936), ένα
στέλεχος του Σοσιαλιστικού κόμματος (1991), ο
πρώην πρωθυπουργός Πιερ Μπερεγκοβουά (1993), ο
δήμαρχος μιας μικρής πόλης στη Νότια Γαλλία
(1998), ο δήμαρχος του Κλερμόν Φερράν (1998), ο
δήμαρχος μιας άλλης μικρής πόλης στα Πυρηναία
(2005), ένας ακόμη δήμαρχος της περιοχής των
Ανατολικών Πυρηναίων (2009), ο δήμαρχος μιας
μικρής πόλης στον Ιούρα (2011).
Στην
περίπτωση της Μαρίν Λεπέν υπάρχουν τρία
προβλήματα που σχετίζονται μεταξύ τους. Το πρώτο
αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου:
το δικαστήριο εξάντλησε την ανελαστικότητά του
επιβάλλοντας τη μεγαλύτερη προβλεπόμενη ποινή
και στερώντας την επικεφαλής της Εθνικής
Συσπείρωσης, του μεγαλύτερου κόμματος στη
Γαλλία, από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Αν και η
αυστηρότητα ήταν δικαίωμα του δικαστηρίου —δεν
είναι η πρώτη φορά που οι δικαστές εμφανίζονται
αμείλικτοι έναντι πολιτικών ανδρών και γυναικών—
τίθεται ένα νομικό ερώτημα: αν μια εφέσιμη
απόφαση για πλημμέλημα μπορεί να εφαρμοστεί
προτού διεξαχθεί η δίκη σε δεύτερο βαθμό.
Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, η άρση του
δικαιώματος του εκλέγεσθαι μπορεί να εφαρμοστεί
«αμέσως», αλλά, «κυρίως» για κακουργήματα και
μόνον όταν υπάρχει κίνδυνος διατάραξης της
δημόσιας τάξης ή/και υποτροπής. Στην περίπτωση
της Λεπέν δεν υπάρχουν τέτοιοι κίνδυνοι: η Λεπέν
δεν είναι καν ευρωβουλεύτρια ώστε να ξανακάνει
τη μαϊμουδιά. Αλλά κι αν ήταν, δεν θα
διακινδύνευε κάτι παρόμοιο. Έτσι, η νομική
διαχείριση της παρανομίας που διέπραξε η Λεπέν
και το κόμμα της μπορεί να ιδωθεί ως εκδήλωση
«μαχόμενης δημοκρατίας»: οι δικαστές, η μεγάλη
πλειοψηφία των οποίων πρόσκεινται στην αριστερά,
εκτιμούν ότι το κόμμα της εγείρει φασιστική και
ρατσιστική απειλή· άρα, πρέπει να αναχαιτιστεί
με όλα τα νομικά μέσα.
Το δεύτερο
πρόβλημα απορρέει από την παραπάνω εκτίμηση αλλά
αφορά τις ίδιες τις φιλοδοξίες των δικαστών. Η
Bénédicte de Perthuis ποζάρει ως μεγάλη
προσωπικότητα της αντιφασιστικής αντίστασης που
θα χώσει τα καθάρματα στη φυλακή και θα
απαλλάξει τη Γαλλία από μιαν επαίσχυντη και
επικίνδυνη προεδρία. Ωστόσο, τέτοια κίνητρα δεν
συνδυάζονται ούτε με ψυχραιμία, ούτε με ευρύ
ορίζοντα στον οποίον μπορούν να είναι ορατές οι
επιπτώσεις και οι παρενέργειες «δίκαιων»
αποφάσεων. Εξάλλου, η συγκεκριμένη «δίκαιη»
απόφαση αποδίδεται, μεταξύ άλλων, κατά δήλωση
των δικαστών, στη στάση των κατηγορουμένων οι
οποίοι «δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να λάμψει η
αλήθεια, δεν αναγνώρισαν λάθη και ευθύνες,
απαιτούσαν ατιμωρησία και επέμεναν ότι επρόκειτο
για διοικητικό μπέρδεμα.» Σύμφωνα με αυτόπτες
και αυτήκοους μάρτυρες, η Λεπέν μακρηγορούσε,
επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια και φαινόταν
άλλοτε μπλαζέ, άλλοτε κατάκοπη από τη
διαδικασία, άλλοτε ταπεινή («Μα, τι άλλο θέλετε
από μένα;»)· όμως, δεν κατεγράφη καμιά λεκτική ή
άλλη σύγκρουση με τους δικαστές. Παρ’ όλ’ αυτά,
η Λεπέν και οι συνεργάτες της είναι
«αντιπαθητικοί» και δεν κάνουν καμιά προσπάθεια
να γίνουν «συμπαθητικοί» —έτσι, όπως υπαινίχθηκε
η Bénédicte de Perthuis παραδεχόμενη τη
συναισθηματική της στάση έναντι των
κατηγορουμένων, επιβάρυναν τη θέση τους.
Το τρίτο
πρόβλημα είναι ο αντίκτυπος της απόφασης στην
κοινή γνώμη, αν και είναι λάθος να πιστεύουμε
ότι πάντοτε οι «διώξεις» ενισχύουν τους
διωκώμενους. Υπάρχουν πλείστα παραδείγματα από
την ιστορία όπου μια ιδεολογία ή μια πολιτική
ομάδα έσβησε μετά από νομικές και πολιτικές
επιθέσεις: η καταδίκη της Χρυσής Αυγής, καθώς
και εκείνη των ηγετών του αποσχιστικού κινήματος
της Καταλονίας δεν ενίσχυσαν τη δράση τους —
κάθε άλλο. Όμως αυτή η απόφαση του παρισινού
ποινικού δικαστηρίου θα μπορούσε να ευνοήσει μια
μορφή παραίτησης από την πλευρά των εκλογέων που
είναι πεπεισμένοι ότι το «σύστημα» θα παραμείνει
πανίσχυρο κι ανίκητο. Θα μπορούσε επίσης να
ριζοσπαστικοποιήσει ένα μέρος των υποστηρικτών
της Λεπέν που πιστεύουν ότι υπάρχει δικαιοσύνη
δύο ταχυτήτων και ότι η ποινή που της επιβλήθηκε
έχει σαφή πολιτική πρόθεση. Κατά τη γνώμη μου,
σ’ αυτό έχουν δίκιο. Σχεδόν παντού το δικαστικό
σύστημα είναι πολιτικοποιημένο: στην Ιταλία
στράφηκε εναντίον του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και
στις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον του Ντόναλντ
Τραμπ, όχι μόνο για όσα έκαναν αλλά πρωτίστως
γι’ αυτό που ήταν,
για όσα εκπροσωπούσαν. Μια τέτοια δυναμική
πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, διότι επιταχύνει
τον απονομιμοποιητικό λόγο εις βάρος του κράτους
δικαίου ο οποίος διαμορφώνεται σε ορισμένα
υπερσυντηρητικά περιβάλλοντα και επισύρει
προφανείς αυταρχικές παρεκτροπές, δεξιές κι
αριστερές. Πρέπει οι δικαστές να λαμβάνουν υπόψη
τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στην κοινή
γνώμη η ακύρωση της υποψηφιότητας του προσώπου
που παρουσιάζεται ως φαβορί για τις επόμενες
προεδρικές εκλογές; Όχι. Εκτός αν, στη λογική
τους, περιλαμβάνεται η ιδέα της μαχόμενης
δημοκρατίας.
Φυσικά, από
την πλευρά τους, οι δικαστές προβάλλουν τα δικά
τους επιχειρήματα: το να είναι κανείς υποψήφιος
σε εκλογές δεν συνιστά δικαίωμα, αλλά μια
δυνατότητα που εξαρτάται από ορισμένα κριτήρια,
όπως η ηλικία, η ιθαγένεια, η συγκέντρωση 500
υπογραφών αιρετών από διάφορες περιοχές και η
απουσία καταδίκης με ποινή που συνεπάγεται
στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Τα
εκατομμύρια ψήφων που έλαβε η Μαρίν Λεπέν το
2017 και το 2022 δεν ισοδυναμούν με τοτέμ
ασυλίας. Επιπλέον, το νόημα μιας υποψηφιότητας
δεν έγκειται στην προσωπικότητα του υποψηφίου,
αλλά στο πολιτικό μήνυμα που απορρέει από τις
δεσμεύσεις του. Η Εθνική Συσπείρωση δεν έχει
αποκλειστεί από τις εκλογές. Εντούτοις,
χρειάζεται προσοχή εκ μέρους των δικαστών,
ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου η Δικαιοσύνη
κατηγορείται ότι κατέχει περισσότερη ισχύ από
οποιαδήποτε άλλη εξουσία κι ότι κυβερνά στη θέση
της εκτελεστικής εξουσίας. Τίθεται λοιπόν ένα
ζήτημα αμφισβήτησης του κράτους δικαίου το οποίο
ήδη επικρίνεται με δριμύτητα τόσο από την
αριστερά η οποία δεν παραδέχεται ότι το έχει
αλώσει εκ θεμελίων, όσο κι από το κόμμα της
Λεπέν που δηλώνει τώρα ότι επιβεβαιώνεται για τα
περί αριστερής άλωσης.
Όλα αυτά
δεν σημαίνουν ότι η Μαρίν Λεπέν και οι
συνεργάτες της είναι αθώοι. Δεν είναι. Επιπλέον,
είναι υποκριτές σε γελοίο βαθμό —εφόσον μέχρι
πρότινος παρίσταναν τους αδιάφθορους— και
εκμεταλλευτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία
βεβαίως θέλουν να καταστρέψουν. Όμως, όσοι δεν
είμαστε ψηφοφόροι τους, τα ξέραμε όλα τούτα. Το
δικαστήριο δεν διαφώτισε ούτε εμάς, ούτε το
πλήθος των υποστηρικτών της Εθνικής Συσπείρωσης
που σήμερα διαμαρτύρονται ότι η κομματική ηγεσία
βρίσκεται υπό διωγμό κι ότι οι θεσμοί
επιτίθενται εναντίον ενός κοινοβουλευτικού
κόμματος μόνο και μόνο επειδή δεν αρέσει στο
αριστερό κατεστημένο. Άλλωστε, οι ψηφοφόροι της
Λεπέν επιμένουν ότι το ποσό που η Εθνική
Συσπείρωση υπεξαίρεσε από την Ευρωπαϊκή Ένωση
δεν είχε στόχο τον προσωπικό πλουτισμό κι ότι το
νομικό πλαίσιο σχετικά με τους
ευρωκοινοβουλευτικούς γραμματείς είναι ασαφές
(«διοικητικό μπέρδεμα»). Το μεγσλύτερο μέρος του
εκλογικού σώματος της Λεπέν τής είναι τόσο
αφοσιωμένο ώστε δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα
των πράξεών της: δεν πρόκειται για ψηφοφόρους,
αλλά για θαυμαστές, για fans.
Ο Ζαν-Λυκ
Μελανσόν, ο οποίος, στο πρόγραμμά του προτείνει
τον αποκλεισμό οποιουδήποτε καταδικασμένου για
διαφθορά από τα δημόσια λειτουργήματα, έγραψε
στο Χ ότι «την απόφαση για την απομάκρυνση ενός
εκλεγμένου πρέπει να την παίρνει ο λαός».
Εντάξει, σ' αυτό έχει δίκιο. Οφείλουμε όμως να
λάβουμε υπόψη ότι, παρά την αριστεροσύνη των
Γάλλων δικαστών, ο Μελανσόν τούς θεωρεί μέρος
του συστήματος και φοβάται πως αργά ή γρήγορα θα
βρουν κάτι για να στραφούν εναντίον του. Αν και
το θεωρώ απίθανο, η γενναιοδωρία του πρέπει να
αποδοθεί σ' αυτή την ανησυχία.
Θα
αποκομίσει άραγε κέρδη η Λεπέν από όλη αυτή τη
φασαρία; Πιθανότατα για την Εθνική Συσπείρωση τα
κέρδη θα συμψηφιστούν με τις απώλειες: όσοι δεν
είναι groupies της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν
Μπαρντελά ίσως απογοητευτούν για το ότι
παρανόμησαν και για το ότι ο πρωθυπουργός της
Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν και ο Ιταλός
αντιπρόεδρος Ματέο Σαλβίνι εξέφρασαν τη
συμπαράστασή τους χώνοντας τη μύτη τους στις
γαλλικές υποθέσεις. Οι Γάλλοι είναι εξαιρετικά
ευαίσθητοι στις ξένες επικρίσεις. Η απώλεια που
προκύπτει από αυτή την υπόθεση είναι η γενική
απογοήτευση από το σύστημα: όλοι οι πολιτικοί
είναι διεφθαρμένοι, η δικαστική εξουσία εκτελεί
διατεταγμένη υπηρεσία ευνοώντας την αριστερά, το
κράτος δικαίου έχει διαβρωθεί ανεπανόρθωτα.
Συνήθως, τέτοιου είδους αντιλήψεις λειτουργούν
ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Σώτη
Τριανταφύλλου (Athens Voice)
|